svg
Post Image

Προστασία ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιών και εφήβων- Η αόριστη έννοια του συμφέροντος του παιδιού ως όχημα (ξανά) για την προστασία των ΛΟΑΤΚΙ παιδιών και εφήβων.

Τα πρόσφατα περιστατικά αφενός ενδοοικογενειακής βίας αφετέρου βίας μεταξύ ανηλίκων έχουν φέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της προστασίας των πλέον ευάλωτων μελών της κοινωνίας, παιδιών και εφήβων. Τέτοια θύματα μετρά δυστυχώς και η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, καθώς παιδιά και έφηβοι γίνονται καθημερινά θύματα βίας, σωματικής και ψυχολογικής, ακόμη και στον κόλπο της ίδιας της οικογένειας, με αποκορύφωμα, τον βίαιο ξυλοδαρμό εφήβου από τον πατέρα του στην περιοχή της Πάτρας, λόγω της αποκάλυψης του σεξουαλικού του προσανατολισμού τον Ιούνιο του 2024. Το άρθρο αυτό επιχειρεί να εξετάσει τους παρεχόμενους από το δίκαιο μας τρόπους προστασίας των ανηλίκων εντός του οικογενειακού πλαισίου και να φωτίσει «καλές πρακτικές», οι οποίες υπό το φως της ανόδου της ακροδεξιάς ρητορικής περί “woke” ατζέντας καθίστανται κρίσιμες.

Ποια είναι τα ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιά και πώς προστατεύονται εντός της οικογένειας;

Με πολύ απλά λόγια πρόκεινται για τα ανήλικα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλα, τρανς, ίντερσεξ και κουήρ παιδιά και έφηβοι. Είναι μάλλον εύκολο να αναγνωρίσουμε ως μέλη της κοινότητας εφήβους, αλλά πότε μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ως τέτοιο ένα παιδί χωρίς να κατηγορηθούμε ως προπαγανδιστές της woke agenda;

Πρέπει να σημειωθεί ότι ανεξάρτητα από το εάν μπορεί να γίνει λόγος για ερωτικό προσανατολισμό στην παιδική ηλικία, η ταυτότητα φύλου ενός παιδιού, την οποία μπορεί να βιώνει με τρόπο διαφορετικό από αυτήν που του έχει αποδοθεί κατά την γέννηση, γίνεται αισθητή από το παιδί ήδη σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο της ζωής του.

Πώς προστατεύεται λοιπόν η ταυτότητα αυτή; Στην ηλικία αυτή δεν μιλάμε φυσικά για την νομική αναγνώριση της ταυτότητας, αλλά την ανάγκη η έκφραση φύλου του παιδιού να αντιμετωπίζεται με σεβασμό και σύμφωνα με το λεγόμενο επιβεβαιωτικό μοντέλο. Σύμφωνα με την από 08.10.2022 έκθεση του Orlando LGBT με τίτλο «Τρανς (διεμφυλικά) παιδιά: Σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα για το ρόλο των γονέων και της οικογένειας» η ταυτότητα φύλου αποτελεί μία από τις πυρηνικές ταυτότητες του ατόμου και μπορεί η αναγνώριση ή η διερεύνηση γύρω από αυτή να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση «Κάποια παιδιά εμφανίζουν και παρουσιάζουν μία ταυτότητα φύλου που διαφέρει από το φύλο που τους αποδόθηκε όταν γεννήθηκαν ή και μπορεί να έχουν ενδιαφέροντα που δεν συναντώνται τυπικά σε παιδιά με το φύλο που τους αποδόθηκε. Ταυτόχρονα, κάποια άλλα παιδιά μπορεί να αισθάνονται ότι δεν έχουν φύλο ή ότι το φύλο τους είναι κάτι ανάμεσα σε αγόρι και κορίτσι. Σε κάθε περίπτωση, τα πλέον πρόσφατα και έγκυρα ερευνητικά δεδομένα σταθερά και με συνέπεια υποδεικνύουν ότι η βέλτιστη προσαρμογή και ευζωία των παιδιών μακροπρόθεσμα επιτυγχάνεται όταν ακολουθείται μία επιβεβαιωτική προσέγγιση (ή επιβεβαιωτικό μοντέλο). Μία τέτοια προσέγγιση περιλαμβάνει την αναγνώριση ότι δεν υπάρχει κάποια ταυτότητα φύλου που να είναι παθολογική, ότι το φύλο κάθε ατόμου παρουσιάζεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ότι κάθε ταυτότητα φύλου είναι προϊόν αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη βιολογία, την ανάπτυξη, την κοινωνικοποίηση, τον πολιτισμό και το πλαίσιο, και ότι τυχόν προκλήσεις ψυχικής υγείας που μπορεί να εμφανίζονται συνδέονται με ή ενισχύονται από τις διακρίσεις και το κοινωνικό στίγμα γύρω από ζητήματα ταυτότητας φύλου στο οικογενειακό, σχολικό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Σε καμία περίπτωση η διεμφυλικότητα/οι τρανς ταυτότητες φύλου δεν αποτελούν διαγνώσιμη ψυχική ασθένεια ή κάτι που πρέπει να θεραπευτεί, ανεξαρτήτως από την ηλικία στην οποία παρουσιάζεται».

Ο όρος «τρανς» ή κουήρ παιδί μπορεί να ξενίζει, αλλά ουσιαστικά μιλάμε για παιδιά με σημάδια φυλοδιαφορετικότητας, παιδιά δηλαδή που βιώνουν το φύλο τους με τρόπο που αντιστοιχεί σε κοινωνικό φύλο διαφορετικό από το βιολογικό. Διαφορετική κατηγορία αποτελούν επίσης τα ίντερσεξ (διαφυλικά) παιδιά, τα οποία ορθά πλέον δυνάμει του ν. 4958/2022 προστατεύονται από «διορθωτικές» χειρουργικές επεμβάσεις (σύμφωνα με το άρθρο 20 του νόμου «Ιατροί που διενεργούν ιατρικές πράξεις ή θεραπείες σε ανήλικα ίντερσεξ άτομα κατά παράβαση του άρθρου 17, πέραν των προβλεπόμενων πειθαρχικών και διοικητικών κυρώσεων, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έξι τουλάχιστον μηνών και χρηματική ποινή. Η επανειλημμένη τέλεση της πράξης του πρώτου εδαφίου συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του ύψους της επιβληθείσας ποινής, ο υπαίτιος τιμωρείται υποχρεωτικά και με την παρεπόμενη ποινή του άρθρου 65 του Ποινικού Κώδικα περί απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος»).

Ως έννομο αγαθό άξιο προστασίας δε, νοείται σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα του κάθε παιδιού και εφήβου, ανεξάρτητα από τις παραπάνω ταμπέλες, οι οποίες άλλωστε έχουν δημιουργηθεί για να εκφράζουν καταρχήν την εμπειρία και το βίωμα των ενήλικων μελών της κοινότητας, να αναπτύσσει ελεύθερα την ταυτότητα του σύμφωνα με το άρθρο 8  της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει με την ψήφιση του ν.  2101 της 2/2 Δεκεμβρίου 1992 («1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για διατήρηση της ταυτότητάς του, συμπεριλαμβανομένων της ιθαγένειάς του, του ονόματός του και των οικογενειακών σχέσεων του, όπως αυτά αναγνωρίζονται από το νόμο, χωρίς παράνομη ανάμιξη»).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 της Σύμβασης τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα, που αναφέρονται στην παρούσα Σύμβαση και να τα εγγυώνται σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, χωρίς καμία διάκριση φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων του παιδιού ή των γονέων του ή των νόμιμων εκπροσώπων του ή της εθνικής, εθνικιστικής ή κοινωνικής καταγωγής τους, της περιουσιακής τους κατάστασης, της ανικανότητάς τους, της γέννησής τους ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης. Στην προστατευτική εμβέλεια αυτού του άρθρου γίνεται δεκτό ότι υπάγεται και η προστασία των παιδιών από διακρίσεις λόγω της «αποκλίνουσας» από τις «παραδοσιακές» νόρμες κατάσταση των γονέων του, π.χ. εξαιτίας τους σεξουαλικού προσανατολισμού τους, συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι εντάσσονται στην έννοια της άλλης κατάστασης και οι περιπτώσεις των παιδιών που «αποκλίνουν» τα ίδια από τα ετεροκανονικά πρότυπα. Τέλος, κατά το άρθρο 19 της Σύμβασης, τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά μέτρα, προκειμένου να προστατεύσουν το παιδί από κάθε μορφή βίας, προσβολής ή βιαιοπραγιών σωματικών ή πνευματικών, εγκατάλειψης ή παραμέλησης, κακής μεταχείρισης ή εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας, κατά το χρόνο που βρίσκεται υπό την επιμέλεια των γονέων του ή του ενός από τους δύο, του ή των νόμιμων εκπροσώπων του ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου στο οποίο το έχουν εμπιστευθεί. Τέτοιας μορφής βίας, από την οποία τα κράτη οφείλουν να προστατεύουν παιδιά και εφήβους, είναι φυσικά και η βία που ανάγεται στον προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους.

 

Ειδικότερα η προστασία ΛΟΑΤΚΙ παιδιών και εφήβων στο πλαίσιο ρύθμισης της γονικής μέριμνας και του δικαιώματος επικοινωνίας των γονέων.

Σύμφωνα με το άρθρο 1511 του Αστικού Κώδικα κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του.

Η έννοια του συμφέροντος του παιδιού λοιπόν αποτελεί αόριστη έννοια που εξειδικεύεται στην κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις ζωής του συγκεκριμένου παιδιού. Όπως για όλα τα παιδιά, έτσι και για εκείνα που εμφανίζουν συμπεριφορά διαφορετική από την κυρίαρχη «ετεροκανονική» νόρμα (μπλε για το αγοράκι, ροζ για το κοριτσάκι) το συμφέρον τους διέρχεται μέσα από την παραπάνω έννοια της γονεϊκής αποδοχής. Το γεγονός ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου δεν υπόκεινται σε «αλλαγή» ενώ η κάθε προσπάθεια «σωφρονισμού» από τους γονείς αποτελεί κακοποίηση, συνιστά και την ratio του σχετικά πρόσφατου νόμου περί απαγόρευσης των θεραπειών μεταστροφής. Παρά τα προφανή κενά του νόμου (ο οποίος θέτει ζήτημα συναίνεσης μόνο για όσους ενήλικες βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση), καθίσταται εξίσου προφανές, δεδομένης της σχετικής ποινικής προστασίας, ότι η συμπεριφορά των γονέων που κατατείνει στην προσπάθεια μεταβολής της ταυτότητας των ανηλίκων, ως κακοποίηση πρέπει να εμπίπτει στις περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας και να ενεργοποιεί το πλέγμα προστασίας των  άρθρων 1532 επόμενα του Αστικού Κώδικα, σχετικά με την αφαίρεση της γονικής μέριμνας λόγω κακής άσκησης της. Στο ίδιο συμπέρασμα κατατείνει και η διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία, σύμφωνα με την οποία «επί ασκήσεως σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος ανηλίκου, στο πλαίσιο της ανατροφής του, εφαρμόζεται το άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα».

Αντίστοιχα, το άρθρο 10Α που προστέθηκε στον ανωτέρω νόμο  με το άρθρο 14 Ν.5172/2025,ΦΕΚ Α 10/29.01.2025, προβλέπει πως «εισαγγελέας πρωτοδικών που επιλαμβάνεται καταγγελίας για ενδοοικογενειακή βία εξετάζει άμεσα και αυτεπαγγέλτως την περίπτωση εφαρμογής του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 1532 του Αστικού Κώδικα, περί συνεπειών κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, και, αν κρίνει ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του, προβαίνει σε σχετική σημείωση στο σώμα της δικογραφίας».

Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι ο αντίστοιχος γαλλικός νόμος για την απαγόρευση των θεραπειών μεταστροφής προβλέπει απευθείας την κύρωση αυτή, δηλαδή την αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τους γονείς, στην περίπτωση καταδίκης.

Αυτό σημαίνει ότι σε περιπτώσεις προσπάθειας μεταστροφής των παιδιών από τους γονείς (είτε μέσω της άσκησης ψυχολογικής είτε σωματικής βίας, είτε έμμεσα μέσω της επίσκεψης των παιδιών σε «ειδικούς» ψυχικής υγείας και «θρησκείας») πρέπει να οδηγούμαστε στην αφαίρεση της άσκησης γονικής μέριμνας από τον  γονέα και στην ανάθεση σε αυτόν που είναι σε θέση να παρέχει στο παιδί/ έφηβο το κατάλληλο περιβάλλον για την ασφαλή και ομαλή ανάπτυξη της ταυτότητας του. Πρέπει δε να προστεθεί ότι, αντίστοιχα, το γεγονός ότι η ποινική προστασία του νόμου για την απαγόρευση των θεραπειών μεταστροφής, δεν εκτείνεται στους εκπροσώπους της εκκλησίας, δεν σημαίνει και ότι «αστικά» η σχετική συμπεριφορά δεν μπορεί να αποτελεί λόγο κακής άσκησης της γονικής μέριμνας (η απαρίθμηση των οποίων υπό το άρθρο 1532 ΑΚ είναι άλλωστε ενδεικτική). Τέλος, σε περιπτώσεις που τίθεται σε άμεσο κίνδυνο η υγεία του παιδιού, είναι δυνατή και η αυτεπάγγελτη παρέμβαση του εισαγγελέα με την λήψη μέτρων προστασίας όπως η απομάκρυνση του κακοποιητικού γονέα από την οικογενειακή στέγη, με την διαδικασία της τελευταίας παραγράφου του άρθρου 1532, σύμφωνα με το οποίο «σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου και επίκειται άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του τέκνου, ο εισαγγελέας διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του, μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός ενενήντα (90) ημερών, με δυνατότητα αιτιολογημένης παράτασης της προθεσμίας αυτής κατά ενενήντα (90) επιπλέον ημέρες».

Συγχρόνως σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 312 του Ποινικού Κώδικα, με πρόκληση σωματικής βίας εξομοιώνεται και η μεθοδευμένη πρόκληση ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση. Ως τέτοια μορφή βίας θα μπορούσε να λογιστεί και η προσπάθεια μεταστροφής του παιδιού από τον γονέα του με μεθόδους όπως η «απομόνωση», η στέρηση φαγητού ή τροφής κτλ. Δεν χρειάζεται όμως να φτάνουμε στα άκρα για να ενεργοποιηθεί η ανάγκη της σχετικής προστασίας. Σε περιπτώσεις με άλλα λόγια αντιδικίας των γονέων για την επιμέλεια των παιδιών που εμφανίζουν σημάδια «διαφορετικότητας» πρέπει αυτή να ανατίθεται στον καταλληλότερο, που δεν είναι άλλος από αυτόν που εξασφαλίζει ακριβώς την αποδοχή του παιδιού άνευ όρων. Ομοίως, αντίστοιχη συμπεριφορά του γονέα, ακόμη κι αν δεν εκτείνεται σε πράξεις βίας, αλλά μένει σε εκφράσεις λεκτικής αποδοκιμασίας, χρήσης ομοφοβικού- κακοποιητικού λόγου και διατύπωσης ομοφοβικών-τρανσφοβικών απόψεων ενώπιον του παιδιού, ακόμη κι αν δεν έχει στόχο το ίδιο, θα πρέπει να αποτελεί λόγο περιορισμού της επικοινωνίας του κατά το άρθρο 1520 του Αστικού Κώδικα.

Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που τέτοια κακοποιητική συμπεριφορά εμφανίζεται και από τους δύο γονείς και δεν μπορεί να εξομαλυνθεί με ηπιότερα μέσα, όπως η παρέμβαση κοινωνικού λειτουργού ή συμβούλου, θα πρέπει να οδηγεί στην αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τους γονείς και την ανάθεση της σε τρίτον, κατά προτίμηση εγγύς μέλος του συγγενικού περιβάλλοντος πχ. θείο, ο οποίος να μπορεί να εξασφαλίσει τις κατάλληλες συνθήκες για την ανατροφή του παιδιού, ενώ ενεργοποιούνται οι διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκων.

Η περίπτωση διαφωνίας των γονέων

Στον ίδιο άξονα πρέπει να κινηθεί η λήψη αποφάσεων από το δικαστήριο σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων εν γένει, κατά το άρθρο 1512 ΑΚ, δηλαδή να προάγεται η επιλογή που αρμόζει στην αληθινή φύση του παιδιού και όχι στην προσπάθεια «κομφορμισμού» του π.χ. επιλογή δραστηριοτήτων για το παιδί, αλλαγή σχολείου στην περίπτωση που εντός του σχολικού πλαισίου το παιδί καθίσταται θύμα εκφοβισμού κτλ.

Έτι περαιτέρω, νοούμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο το συμφέρον του παιδιού πρέπει να αποτελεί κατευθυντήρια αρχή για την λήψη αποφάσεων σχετικά με ιατρικές πράξεις που ενδεχομένως να πρέπει να υποβληθούν οι ανήλικοι σε περίπτωση διαφωνίας των ασκούντων την γονική μέριμνα. Ιδιαίτερη προβληματική αποτελεί λοιπόν η περίπτωση διαφωνίας των γονέων σχετικά με την υποβολή των ανηλίκων τέκνων τους σε ιατρικές πράξεις και θεραπείες, όπως η χειρουργική ή ορμονική θεραπεία, για την ολική ή μερική αλλαγή των χαρακτηριστικών φύλων τους.

Ειδικότερα, σε σχέση με την νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του ν. 4491/2017 ορίζει πως για την περίπτωση ανηλίκων που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, πέραν της ύπαρξης θετικής γνωμάτευσης διεπιστημονικής Επιτροπής που συστήνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας για δύο (2) έτη, στην οποία μετέχουν: α) ένας παιδοψυχίατρος, β) ένας ψυχίατρος, γ) ένας ενδοκρινολόγος, δ) ένας παιδοχειρούργος, ε) ένας ψυχολόγος, στ) ένας κοινωνικός λειτουργός και ζ) ένας παιδίατρος, ως Πρόεδρος, άπαντες με εξειδίκευση στο συγκεκριμένο ζήτημα, απαιτείται να υπάρχει ρητή συναίνεση των ασκούντων τη γονική τους μέριμνα.

Αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 4958/2022, ανήλικο ίντερσεξ άτομο που έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας του δύναται να υποβληθεί σε ιατρικές πράξεις και θεραπείες, όπως χειρουργική ή ορμονική, για την ολική ή μερική αλλαγή των χαρακτηριστικών φύλου, ήτοι των χρωμοσωμικών, γονιδιακών και ανατομικών χαρακτηριστικών του προσώπου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως τα αναπαραγωγικά όργανα, και δευτερογενή χαρακτηριστικά, όπως η μυϊκή μάζα, η ανάπτυξη μαστών ή τριχοφυΐας, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4491/2017 (Α` 152), μόνο με την ελεύθερη συναίνεση, κατόπιν ενημέρωσης, του ιδίου και των προσώπων που ασκούν τη γονική μέριμνα ή ασκούν την επιμέλειά του, σύμφωνα με την υποπερ. αα) της περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3418/2005 (Α` 287), περί των προϋποθέσεων της παροχής έγκυρης συναίνεσης ανηλίκου ασθενούς για την εκτέλεση σε αυτόν ιατρικών πράξεων από ιατρό. Ο δε Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας ορίζει πως σχετικά με ειδικές επεμβάσεις, όπως μεταμοσχεύσεις, μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, επεμβάσεις αλλαγής ή αποκαταστάσεως φύλου, αισθητικές ή κοσμητικές επεμβάσεις, απαιτείται η συναίνεση και των δύο γονέων, εφόσον ασκούν από κοινού την γονική μέριμνα.

Αφετέρου, ανήλικο ίντερσεξ άτομο που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας του δύναται να υποβληθεί στις ιατρικές πράξεις και θεραπείες της παρ. 1, μόνο μετά από άδεια, η οποία χορηγείται με απόφαση του Ειρηνοδικείου του τόπου διαμονής του ανηλίκου [η άδεια δύναται να χορηγηθεί μόνο για ιατρικές πράξεις ή θεραπείες που δεν μπορούν να αναβληθούν, μέχρι τη στιγμή που ο ανήλικος θα έχει συμπληρώσει την ηλικία των δεκαπέντε (15) ετών και δεν επιφέρουν άλλες μελλοντικές, μη αναστρέψιμες ή σημαντικές επιπλοκές στην υγεία του ανήλικου. Κατ` εξαίρεση, η εν λόγω άδεια δεν απαιτείται, όταν η ιατρική πράξη ή θεραπεία είναι αναγκαία για την αποτροπή κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του ανηλίκου, υπό την έννοια των περ. α) και γ) της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 3418/2005 και δεν μπορεί να αναβληθεί μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου].

Συγκρίνοντας τις δύο διατάξεις, ενώ στην περίπτωση της νομικής διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου απαιτείται η συναίνεση και του άλλου γονέα, εφόσον ασκεί την γονική μέριμνα (δηλαδή ακόμη και στην περίπτωση που η επιμέλεια ασκείται αποκλειστικά από τον έναν γονέα), στην περίπτωση των ίντερσεξ ατόμων, ο νόμος φαίνεται να εξαρτά την συναίνεση των γονέων, ανάλογα με το εάν αυτοί ασκούν την επιμέλεια του ανηλίκου (και όχι την ευρύτερη γονική μέριμνα, την οποία κατά κανόνα εξακολουθούν να ασκούν, ακόμη κι όταν η επιμέλεια ανατίθεται αποκλειστικά στον έναν γονέα). Ωστόσο, ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, στον οποίο ο ίδιος ο νόμος παραπέμπει, απαιτεί εν γένει για επεμβάσεις αλλαγής ή αποκαταστάσεως φύλου την συναίνεση και των δύο φορέων της γονικής μέριμνας. Ένα πρώτο ερώτημα είναι λοιπόν εάν οι ιατρικές πράξεις στις οποίες αναφέρεται ο νόμος και ενδεχομένως είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου να επιχειρηθούν, υπάγονται στην έννοια των επεμβάσεων αλλαγής η αποκατάστασης φύλου.

Σε κάθε περίπτωση, η διαφωνία θα πρέπει νομικά να επιλυθεί από το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 1512 ΑΚ και με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού, όπως εξειδικεύεται στην συγκεκριμένη περίπτωση. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί πως η άρνηση π.χ. γονέα να συναινέσει στην ενδεικνυόμενη ιατρική πράξη, την στιγμή που ο ίδιος έχει συμπεριφερθεί κακοποιητικά και απορριπτικά στο ανήλικο λόγω της ταυτότητας φύλου του, θα πρέπει να θεωρείται καταχρηστική και ως εκ τούτου να παρακάμπτεται από το δικαστήριο.

Επίλογος:

Έχει σημασία να τονιστεί αντί επιλόγου το προφανές, ότι δηλαδή οι παραπάνω κατευθυντήριες αρχές και νομικές δεσμεύσεις πρέπει να μεταφράζονται εντός του πλαισίου της οικογένειας σε άνευ όρων αγάπη και αποδοχή των παιδιών από τους γονείς. Εφόσον όμως δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε την αποδοχή,  ζητούμενο πλέον αποτελεί ο τρόπος να χαλκεύσουμε ως κοινωνία την νομική προστασία τους.

svgΑναγνώριση οικογένειας με δύο μητέρες- Αναγνώριση υιοθεσίας που έγινε στο εξωτερικό στην Ελλάδα- Απόφαση 1407/2025 Πρωτοδικείου Αθηνών.
svg
svgΠρογαμιαίο συμβόλαιο στην Αγγλία- Ρύθμιση περιουσιακών σχέσεων στην Ελλάδα