Προγαμιαία συμβόλαια στην Ελλάδα: Κι όμως γίνεται (;)!
Στην Ελλάδα τα προγαμιαία συμβόλαια μας είναι γνωστά μέσα από τις ταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές ξένων (κατά βάση αγγλοσαξονικών) χωρών. Ο μέλλων, μάλλον «βαθύπλουτος», σύζυγος ή η μητέρα του καλούν λίγες ημέρες πριν τον γάμο την υποψήφια νύφη στο γραφείο του προσωπικού (οικογενειακού) τους δικηγόρου. Εκείνος εγχειρίζει με αβρότητα στην αιφνιδιασμένη κοπέλα το συνταχθέν συμφωνητικό, το οποίο, λειτουργώντας σαν «ασφαλιστήριο» για την περίπτωση διαζυγίου, «γκρεμίζει» τα όνειρα της για το ευτυχισμένο μέλλον του νεαρού ζευγαριού. Είναι πράγματι τόσο «κλισέ» και τόσο «μακριά» από εμάς τα προγαμιαία συμβόλαια; Τί είναι ακριβώς και εν τέλει ποιον αφορούν; Το άρθρο αυτό επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά και να εξετάσει πώς και σε ποια περίπτωση ένα προγαμιαίο συμφωνητικό μπορεί να βοηθήσει τα ζευγάρια και στην Ελλάδα να έχουν εάν όχι ένα τόσο ευτυχισμένο μέλλον, τουλάχιστον ένα λιγότερο «δυστυχισμένο» διαζύγιο.
Τί σημαίνει ακριβώς προγαμιαίο συμβόλαιο; Υπάρχουν προγαμιαία συμβόλαια στην Ελλάδα;
Ο όρος «προγαμιαίο συμβόλαιο» (“prenuptial agreement” ή αλλιώς “prenup”) είναι πράγματι ξένος και αναφέρεται σε μία συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ δύο μελλόνυμφων, προκειμένου να ρυθμιστούν αφενός οι σχέσεις τους από τον γάμο, που πρόκειται να τελέσουν, αφετέρου τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του καθενός, σε περίπτωση χωρισμού και λύσης αυτού. Η καθιέρωση του στην πράξη μάλλον οφείλεται στο ότι οι χώρες αυτές, όπου δημιουργήθηκε ο θεσμός, όπως η Αγγλία, προβλέπουν, απλοϊκά, την ένωση των περιουσιών των συζύγων. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση χωρισμού, όπως επίσης μας είναι πια οικείο από τις διάφορες σειρές και ταινίες, οι σύζυγοι «ματώνουν» οικονομικά, καθώς καλούνται να διαπραγματευτούν την διανομή της περιουσίας τους. Ενόψει αυτού, ο εκ των προτέρων διακανονισμός του «ποιος παίρνει τί» σε περίπτωση διαζυγίου, αποτελεί για τα περισσότερα ζευγάρια στις χώρες αυτές έναν χρήσιμο και ωφέλιμο περιουσιακό σχεδιασμό, που γλιτώνει τους «μέλλοντες πρώην» συζύγους από πολλές και σύνθετες δικαστικές διαδικασίες.
Στην Ελλάδα αντίθετα, ελλείψει διαφορετικής επιλογής των συζύγων, ισχύει αυτόματα η αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας , γεγονός που σημαίνει ότι ο κάθε σύζυγος διατηρεί την περιουσία του ξεχωριστά από τον άλλον. Η αρχή αυτή εξισορροπείται από το άρθρο 1400 ΑΚ, το οποίο προβλέπει την λεγόμενη αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, την δυνατότητα δηλαδή του ενός συζύγου, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης που προέρχεται από την δική του συμβολή.
Ωστόσο και στην χώρα μας οι μελλόνυμφοι έχουν την δυνατότητα να προβούν σε συμφωνία πριν τον γάμο τους, με την οποία ρυθμίζουν εκ των προτέρων τις περιουσιακές σχέσεις που θα προκύψουν απ’ αυτόν, ακόμη κι αν η συμφωνία αυτή δεν αποκαλείται «προγαμιαίο συμβόλαιο». Ειδικότερα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1403 του Αστικού Κώδικα, οι σύζυγοι μπορούν, πριν από το γάμο ή κατά τη διάρκειά του, να επιλέγουν με σύμβαση, για τη ρύθμιση των συνεπειών του γάμου στην περιουσιακή τους κατάσταση, σύστημα κοινοκτημοσύνης. Με την επιλογή του συστήματος αυτού η περιουσία που αποκτάται κατά την διάρκεια του γάμου ανήκει σε αυτούς κατά ίσα μέρη χωρίς δικαίωμα διάθεσης, από τον καθένα τους, του ιδανικού του μεριδίου. Στο ίδιο συμβόλαιο μπορεί να ορίζεται η έκταση της κοινοκτημοσύνης (σε ποια δηλαδή περιουσιακά στοιχεία θα εκτείνεται), ο τρόπος διοίκησης των στοιχείων της κοινής περιουσίας, καθώς και ο τρόπος εκκαθάρισης των τυχόν αμοιβαίων αποκαταστατικών αξιώσεων και διανομής των κοινών πραγμάτων μετά τη λήξη της.
Πολύ πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ακίνητο π.χ. το οποίο ενδέχεται να αγοράσει ο ένας σύζυγος κατά την διάρκεια του γάμου, θα ανήκει εξ ημισείας και στους δύο, στην περίπτωση αυτής της συμφωνίας, ενώ αντίθετα, εάν δεν έχει προβλεφθεί κάτι τέτοιο, το ακίνητο θα αποτελεί περιουσία του συζύγου που του απέκτησε. Ο άλλος σύζυγος, μόνο μετά την λύση του γάμου ή σε περίπτωση τριετούς διάστασης, θα μπορεί να απαιτήσει το «μερίδιο» που αναλογεί στην συμβολή του στην εν λόγω περιουσιακή επαύξηση, επειδή π.χ. με την ηθική του στήριξη, την επαγγελματική και κοινωνική δικτύωση που προσέφερε στον σύζυγο του κτλ, εκείνος κατάφερε να εξασφαλίσει ένα κεφάλαιο από την εργασία του το οποίο επένδυσε στην αγορά του συγκεκριμένου ακινήτου.
Ο ελληνικός νόμος με άλλα λόγια προβλέπει αυτόν τον τρόπο συμμετοχής του ενός συζύγου στην περιουσία του άλλου που αποκτάται κατά την διάρκεια του γάμου και όχι την «αυτόματη» περιέλευση της περιουσίας που αποκτάται στους δύο συζύγους από κοινού. Εξαίρεση: η παραπάνω αναφερόμενη συμφωνία κοινοκτημοσύνης, που μπορεί να γίνει τόσο πριν από τον γάμο όσο και κατά την διάρκεια αυτού.
Περαιτέρω, ως έγκυρη μεταγαμιαία συμφωνία μεταξύ συζύγων αναγνωρίζεται η συμφωνία που αφορά την διατροφή μετά την λύση του γάμου. Οι συμφωνίες αυτές συνάπτονται πριν από το διαζύγιο και μπορούν είτε να τελούν υπό την αναβλητική αίρεση της λύσης του γάμου είτε να έχουν τη μορφή προσυμφώνου. Με αυτές μπορεί να συμφωνείται έγκυρα παραίτηση από το δικαίωμα διατροφής για το μέλλον, η κεφαλαιοποίηση της διατροφής και καταβολή αυτής εφάπαξ, η καταβολή διατροφής για συγκεκριμένη διάρκεια ή ανεξάρτητα από το εάν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την γέννηση της αξίωσης διατροφής και ακόμη καταβολή διατροφής ανεξάρτητα από τις συνθήκες ζωής του δικαιούχου.
Ακόμη πιο κοντά στην λογική των προγαμιαίων συμβολαίων βρίσκεται στην Ελλάδα ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης. Ήδη κατά το στάδιο της σύναψης του συμφώνου συμβίωσης του ν. 4356/2015, πριν δηλαδή την λύση αυτού, οι σύντροφοι μπορούν να επιλέξουν να παραιτηθούν εκ των προτέρων από τυχόν αξιώσεις διατροφής έκαστος έναντι του άλλου για το διάστημα μετά την λύση του συμφώνου, καθώς επίσης να θέσουν διαφορετικούς όρους για την γέννηση της αξίωσης αυτής (ορίζοντας π.χ. ότι ο πρώην σύντροφος δεν θα προηγείται ως υπόχρεος διατροφής από λοιπούς κατιόντες ή άλλους συγγενείς κ.ο.κ.). Ομοίως οι σύντροφοι μπορούν κατά την σύναψη του συμφώνου να παραιτηθούν εκ των προτέρων από το δικαίωμα νόμιμης μοίρας τους σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής και ακόμη να συμφωνήσουν ότι συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία θα εξαιρούνται από την αξίωση συμμετοχής του ενός στα αποκτήματα του άλλου.
Ο εκ των προτέρων λοιπόν «διακανονισμός» του τι συμβαίνει μετά τον χωρισμό δεν είναι τελικά τόσο ξένος στην έννομη τάξη μας, ακόμη κι αν δεν αναφέρεται υπό την “fancy” ομπρέλα του “prenup”. Το γεγονός αυτό έχει σημασία για την ανάλυση που ακολουθεί παρακάτω σχετικά με το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από τα ελληνικά δικαστήρια η υπογραφή ενός προγαμιαίου συμφωνητικού στο εξωτερικό και σύμφωνα με το αλλοδαπό δίκαιο, όπως συμβαίνει συχνά στην περίπτωση των διεθνών ζευγαριών.
Ειδικά για την περίπτωση των διεθνών ζευγαριών.
Η αυτονομία των συζύγων στην ρύθμιση των σχέσεων τους από τον γάμο γίνεται πιο έντονη στην περίπτωση των διεθνών ζευγαριών, τα οποία, ενόψει της ένωσης τους, έρχονται αντιμέτωπα με το πρόσθετο ερώτημα, ποιο δίκαιο θα εφαρμοστεί στην περίπτωση που χωρίσουν. Στην χώρα μας, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχύουν τόσο ο Κανονισμός 1259/2010 για το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό όσο και οι Κανονισμοί 2016/1103 και 2016/1104 για τις περιουσιακές σχέσεις συζύγων και συντρόφων αντίστοιχα.
Οι σύζυγοι λοιπόν, οι οποίοι είτε διαμένουν στην Ελλάδα αλλά ο ένας τουλάχιστον από αυτούς έχει διαφορετική ιθαγένεια, είτε διαμένουν σε άλλη χώρα αλλά συνδέονται με την Ελλάδα (π.χ. είναι η χώρα καταγωγής του ενός), μπορούν, καταρχήν να ορίσουν με έγγραφη συμφωνία το δίκαιο βάση του οποίου θα κριθεί ο χωρισμός ή και η λύση του γάμου, που πρόκειται να συναφθεί. Συγκεκριμένα μπορούν σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού 1259/2010 του Συμβουλίου να διαλέξουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής τους κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, το δίκαιο του κράτους της τελευταίας συνήθους διαμονής τους εφόσον ο ένας εξακολουθεί να διαμένει εκεί κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας ενός εξ αυτών κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας ή τέλος το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου.
Αντίστοιχα, οι σύζυγοι ή οι μέλλοντες σύζυγοι μπορούν βάση του άρθρου 22 του Κανονισμού 2016/1103 του Συμβουλίου για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων να ορίσουν ως εφαρμοστέο για τις σχέσεις αυτές δίκαιο είτε α) το δίκαιο του κράτους στο οποίο οι σύζυγοι ή οι μέλλοντες σύζυγοι ή ένας εξ αυτών έχουν τη συνήθη διαμονή τους κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας· είτε β) το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας ενός εκ των συζύγων ή των μελλοντικών συζύγων κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας. Ομοίως, οι σύντροφοι ή οι μέλλοντες σύντροφοι μπορούν δυνάμει του ίδιου άρθρου του Κανονισμού 2016/1114 του Συμβουλίου για τις περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων να ορίσουν ως εφαρμοστέο για τις σχέσεις αυτές δίκαιο α) το δίκαιο του κράτους στο οποίο οι σύντροφοι ή οι μελλοντικοί σύντροφοι ή ένας εξ αυτών έχουν τη συνήθη διαμονή τους κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας· β) το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας οποιουδήποτε εκ των συντρόφων ή των μελλοντικών συντρόφων κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας· ή γ) το δίκαιο του κράτους δυνάμει του δικαίου του οποίου δημιουργήθηκε η σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης.
Πρακτικά: ένα ζευγάρι Βρετανών που διαμένουν στην Ελλάδα, επομένως η χώρα αυτή αποτελεί χώρα συνήθους διαμονής του (χώρα που αποτελεί το κέντρο με άλλα λόγια, κατά την διατύπωση της νομολογίας, των βιοτικών του συμφερόντων) μπορεί να επιλέξει ως εφαρμοστέο τόσο για τις προϋποθέσεις λύσης του γάμου όσο και για την ρύθμιση των περιουσιακών του σχέσεων το αγγλικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι εάν υπάρχει λόγος διαζυγίου θα κριθεί με το αγγλικό δίκαιο και αντίστοιχα οι περιουσίες των συζύγων θα θεωρούνται, σχηματικά, «κοινές» χωρίς να χρειάζεται η επιλογή συστήματος κοινοκτημοσύνης. Αντίστοιχα, ζευγάρι που αποτελείται από μία Ελληνίδα και έναν Βρετανό, ανεξαρτήτως του μέρους που ζουν, θα μπορούν να επιλέξουν ως εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό (δίκαιο της ιθαγένειας της μίας εξ αυτών), σε περίπτωση που επιθυμούν να διασφαλίσουν ότι οι περιουσίες τους θα αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστές και με αυτόν τον τρόπο θέλουν να περιορίσουν τις αξιώσεις που θα μπορούσε να έχει ο ένας έναντι του άλλου στην περίπτωση λύσης του γάμου.
Τέλος, με βάση το Πρωτόκολλο της Χάγης της 23ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής (εφεξής «Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007»), οι σύζυγοι ή σύντροφοι, ως υπόχρεοι και δικαιούχοι διατροφής αντίστοιχα, μπορούν να επιλέξουν ως εφαρμοστέο δίκαιο για τις υποχρεώσεις διατροφής που προκύπτουν από την σχέση τους σύμφωνα με το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου α) το δίκαιο οποιουδήποτε κράτους του οποίου την ιθαγένεια έχει ένας από τους διαδίκους κατά το χρόνο του καθορισμού· β) το δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του ένας από τους διαδίκους κατά το χρόνο του καθορισμού· γ) το δίκαιο το οποίο έχουν ορίσει οι διάδικοι ως εφαρμοστέο στις περιουσιακές τους σχέσεις ή το πράγματι εφαρμοζόμενο δίκαιο· δ) το δίκαιο το οποίο έχουν ορίσει οι διάδικοι ως εφαρμοστέο στο διαζύγιο ή το δικαστικό χωρισμό τους ή το πράγματι εφαρμοζόμενο δίκαιο.
Ήδη λοιπόν ένα βασικό ζήτημα που αφορά τις σχέσεις από τον γάμο, το δίκαιο που θα κρίνει την λύση του, τις περιουσιακές σχέσεις των μελλόνυμφων και τις υποχρεώσεις διατροφής μεταξύ τους, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προγαμιαίου και μεταγαμιαίου συμφωνητικού. Από την στιγμή που το δίκαιο που επιλέγεται δε, μπορεί να είναι και δίκαιο τρίτης χώρας (μη μέλους της ΕΕ), π.χ. το δίκαιο πολιτείας της Αμερικής ή του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο προβλέπει την σύναψη προγαμιαίων συμβολαίων, ανακύπτει το ερώτημα, εάν μπορεί κατόπιν τέτοιας συμφωνίας επιλογής δικαίου, να θεωρηθεί έγκυρο από τα Ελληνικά Δικαστήρια και καθαυτό το προγαμιαίο συμβόλαιο, που μπορεί να υπογράψουν οι σύζυγοι, για να ρυθμίσουν τα επιμέρους ζητήματα που θα προκύψουν από την έγγαμη συμβίωση τους.
Τα προγαμιαία συμβόλαια ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων- Αντίθεση στην δημόσια τάξη;
Η νομολογία δεν μας δίνει πολλά παραδείγματα αντιμετώπισης των «εισαγόμενων» προγαμιαίων συμβολαίων από τα ελληνικά δικαστήρια, αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχουν· αντίθετα, είναι πολύ πιθανό να εμφανίζονται παρεμπιπτόντως σε υποθέσεις, ο Έλληνας εφαρμοστής του δικαίου όμως, να μην τα λαμβάνει υπόψη, από την στιγμή που αποτελούν θεσμό ξένο στο δίκαιο μας. Πολύ αποσπασματικά μπορούμε να εξετάσουμε τις εξής περιπτώσεις:
Στην περίπτωση που έκρινε με την υπ’ αριθμ. 418/2017 απόφαση του το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, η αφρικανικής ιθαγένειας σύζυγος, διεκδικώντας την αξία της συνεισφοράς της στην περιουσία του πρώην συζύγου της, επικαλέστηκε σε βάρος του το εφαρμοστέο νοτιοαφρικανικό δίκαιο και περαιτέρω το γεγονός ότι «πριν την τέλεση του μεταξύ των γάμου, οι σύζυγοι υπέγραψαν το με αριθμό πρωτοκόλλου …/21-12 -1994 προγαμιαίο συμβόλαιο, σύμφωνα με το οποίο, αυτοί επέλεξαν την εφαρμογή στις μεταξύ των περιουσιακές σχέσεις, του συστήματος προσαύξησης, βάσει των διατάξεων του πρώτου Κεφαλαίου του νόμου για τη συζυγική περιουσία του 1984, με το οποίο σύστημα , αυτή δικαιούται ποσό ίσο με το 50% της προσαύξησης της περιουσίας του συζύγου της κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, λόγω της τεκμαιρόμενης συνεισφοράς της στην αύξηση αυτή». Το Εφετείο, σε αντίθεση με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο εφάρμοσε εσφαλμένα το ελληνικό δίκαιο και επιδίκασε ως αξία της συνεισφοράς της ενάγουσας ποσό κατά το προβλεπόμενο από το ελληνικό δίκαιο τεκμήριο του 1/3, έκρινε ότι πρέπει να εφαρμοστεί το νοτιοαφρικανικό δίκαιο και ζήτησε επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί σχετική γνωμοδότηση για το δίκαιο της Νότιας Αφρικής. Το γεγονός ότι βάσει του δικαίου αυτού ζητήθηκε η εφαρμογή και του προβλεπόμενου από αυτό προγαμιαίου συμβολαίου δεν φάνηκε να αποτελεί πρόβλημα για το δικαστήριο, το οποίο θα μπορούσε σε άλλη περίπτωση, να κρίνει ότι η αναγνώριση του θεσμού αυτού και των συνεπειών του, αντιτίθεται στην ελληνική δημόσια τάξη.
Αντίστροφα, με την υπ’ αριθμ. 1051/2013 απόφαση του το Πολυμελές Πρωτοδικείου Αθηνών έκρινε ότι ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι η πρώην σύζυγος του δεν δικαιούταν την αξία της συνεισφοράς της στην προσαύξηση της περιουσίας του επειδή είχε υπογράψει σχετικό όρο σε προγαμιαίο συμβόλαιο, είναι μη νόμιμος, καθώς η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, που προβλέπει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, είναι αναγκαστικού δικαίου. Ομοίως το δικαστήριο δεν φαίνεται να προβληματίστηκε ως προς το εάν η υπογραφή ενός τέτοιου συμβολαίου καθαυτή είναι έγκυρη, στάθηκε, δε, στο ότι οι σύζυγοι δεν μπορούν με βάση συμφωνία τους να αποκλίνουν από την πρόβλεψη διάταξης αναγκαστικού δικαίου.
Παρότι λοιπόν το δείγμα των δικαστικών αποφάσεων που έχουν επιληφθεί σχετικών θεμάτων είναι πολύ μικρό, θα μπορούσε κανείς να δει στην νομολογία μία πρώτη κατεύθυνση: ότι δηλαδή η εκ των προτέρων ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων βάση προγαμιαίου συμβολαίου στην περίπτωση που τυγχάνει ως εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, το οποίο προβλέπει την σύνταξη τέτοιων συμφωνητικών, είναι δυνατή, στο μέτρο που δεν θίγεται από την επίκληση των συνεπειών του συμφώνου στη συγκεκριμένη περίπτωση η ελληνική δημόσια τάξη.
Όπως άλλωστε γίνεται πάγια δεκτό, από μόνη της η μη πρόβλεψη ενός θεσμού από την ελληνική νομοθεσία δεν ισοδυναμεί με αντίθεση στην δημόσια τάξη αυτής. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι και σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, το οποίο προβλέπει την δυνατότητα σύνταξης προγαμιαίων συμβολαίων, η εγκυρότητα εν τέλει του κάθε συμφωνητικού κρίνεται κατά περίπτωση από τα δικαστήρια, ανάλογα με το εάν αυτά έχουν συνταχθεί κατά τρόπο «δίκαιο» (π.χ. δεν έχει γίνει απόκρυψη μεγάλου μέρους των περιουσιακών στοιχείων του ενός μέρους κατά την υπογραφή της συμφωνίας, και τα δύο μέρη προχώρησαν στην σύνταξη του συμφωνητικού έχοντας λάβει ανεξάρτητες νομικές συμβουλές κτλ.).
Περαιτέρω, η έννοια της αντίθεσης στην ελληνική δημόσια τάξη αναγκαστικά «στενεύει» όσο η έννομη τάξη μας διεθνοποιείται. Η αναγνωριζόμενη δυνάμει των ανωτέρω υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεων των Κανονισμών και του Πρωτοκόλλου της Χάγης αυτονομία της βούλησης των μερών στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου συνηγορεί για το ότι από μόνη της η ύπαρξη μίας συμφωνίας για την ρύθμιση των σχέσεων του ζευγαριού πριν από τον γάμο δεν μπορεί να θεωρείται εκ των προτέρων και χωρίς ειδικότερη εξέταση και αξιολόγηση των συνεπειών της στην συγκεκριμένη περίπτωση, αντίθετη στην δημόσια τάξη.
Ήδη άλλωστε, όπως αναφέρθηκε, στο δίκαιο της διατροφής, αναγνωρίζεται η δυνατότητα των συζύγων, ενόψει της λύσης του γάμου τους, να παραιτηθούν έγκυρα από αξιώσεις διατροφής μεταξύ τους καθώς επίσης να καταβληθεί εφάπαξ αυτή εν είδει οικονομικού «διακανονισμού». Η έννομη τάξη μας είναι με άλλα λόγια εξοικειωμένη με την πραγματικότητα των ζευγαριών τα οποία επιθυμούν τον έγκαιρο διακανονισμό των σχέσεων τους μετά το διαζύγιο. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε η αρμοδιότητα έκδοσης συναινετικού διαζυγίου ανήκει πλέον στον Συμβολαιογράφο, ο οποίος στην ουσία επικυρώνει την συμφωνία των μερών, και όχι στο Δικαστήριο.
Αντίστοιχα, στην κοντινή σε μας Ιταλία, όπου ο θεσμός των προγαμιαίων συμβολαίων είναι επίσης ξένος, με την πρόσφατη απόφαση του υπ’ αριθ. 21111 της 29ης Ιουλίου 2024, το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία των συζύγων ενόψει της λύσης του γάμου τους για διανομή κοινών επιχειρηματικών περιουσιακών στοιχείων και οικονομικό διακανονισμό ύψους 106.000 ευρώ υπέρ της συζύγου έπρεπε να ληφθεί υπόψη από τα δικαστήρια της ουσίας, τα οποία αγνόησαν την συμφωνία και χορήγησαν εσφαλμένα πρόσθετο μηνιαίο επίδομα διατροφής στην σύζυγο. Με βάση την απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ουσιαστικά η εγκυρότητα των προγαμιαίων συμφωνιών ή άλλων περιουσιακών συμφωνιών που έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια του γάμου, εφόσον έχουν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη ή τη μείωση της οικονομικής ανισότητας μεταξύ των συζύγων κατά τη στιγμή του διαζυγίου (βλ. σχετικά https://www.we-wealth.com/news/valgono-i-patti-prematrimoniali-in-italia-lesclusione-dellassegno-di-divorzio-alla-luce-di-attribuzioni-economiche-riequilibratrici)
Συμπεράσματα
Καταλήγοντας, η ελληνική νομοθεσία προβλέπει καταρχήν την δυνατότητα εκ των προτέρων ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων του ζευγαριού στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης, ενώ στην περίπτωση του γάμου καταλείπεται ομοίως η δυνατότητα επιλογής μεταξύ του συστήματος της κοινοκτημοσύνης και της διάκρισης των περιουσιών. Δεκτές γίνονται αντίστοιχα μεταξύ συζύγων οι μεταγαμιαίες συμφωνίες που αφορούν την διατροφή μετά την λύση του γάμου. Ο εκ των προτέρων λοιπόν περιουσιακός «διακανονισμός» μεταξύ των συζύγων δεν είναι ξένος στην έννομη τάξη μας. Το στοιχείο της ιδιωτικής αυτονομίας, δε, γίνεται ακόμη πιο έντονο όσο το πεδίο δράσης «διεθνοποιείται», καθώς τα διεθνή ζευγάρια, μπορούν βάση των διατάξεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας να επιλέξουν ως εφαρμοστέο στις σχέσεις τους το δίκαιο που είναι πιο «κοντά» σε αυτούς και στο πλαίσιο αυτό να προχωρήσουν και στην σύναψη προγαμιαίων συμβολαίων, η ισχύς των προβλέψεων των οποίων θα πρέπει να κριθεί κατά περίπτωση από τα ελληνικά δικαστήρια και δεν μπορεί εκ των προτέρων να θεωρηθεί αντίθετη στην ελληνική δημόσια τάξη.