Post Image

Τα παιδιά δεν χρειάζονται πάντα δύο γονείς: Ρωγμές στο σύστημα του ν. 4800/2021

Η εφαρμογή του νέου ν. 4800/2021 στις οικογενειακές διαφορές επιδιώκει την ρύθμιση των σχέσεων γονέων και τέκνων με βάση αυτό που θα έπρεπε να είναι· θα έλεγε κανείς, σύμφωνα και με την φύση του δικαίου, «δεοντολογικά». Επιδιώκοντας τον σκοπό αυτό, να διαπλάσει τις σχέσεις μετά την διάσταση ή το διαζύγιο κατά το «δέον», στηρίζεται στην δυνατότητα συνεργασίας των γονέων, στην ανάγκη ενθάρρυνσης της σχέσης του παιδιού με τον κάθε γονέα, την αλληλοϋποστήριξη τους και την συναπόφαση για ζητήματα που αφορούν το παιδί τους. Ως σύστημα προϋποθέτει τον «οπτιμισμό» για τις σχέσεις αυτές και, προκειμένου να διασώσει την αισιόδοξη εικόνα που επιθυμεί να διατηρήσει, ότι δηλαδή κάθε παιδί χρειάζεται τους δύο «καλούς» γονείς του», συχνά παραβλέπει τις περιπτώσεις που δεν είναι και οι δύο γονείς τόσο «καλοί». Έτσι, συχνά επιλέγει να διαχωρίσει την συμπεριφορά ενός κακοποιητικού γονέα απέναντι στον σύντροφο του από τα κριτήρια που λαμβάνονται συνολικά υπόψη για την ρύθμιση της επιμέλειας, προτιμώντας, με μία ψυχολογική υπεραισιοδοξία και με έναν τρόπο «ιδανικό», να θεωρήσει το αντίκρισμα της συμπεριφοράς του απέναντι στο παιδί ως κάτι το «ξέχωρο».

Το αντίκτυπο αυτού του «οπτιμισμού» των δικαστηρίων στην περίπτωση των κακοποιητικών συντρόφων δημιουργεί έναν ψυχολογικό Γολγοθά για τον άλλο γονέα, ο οποίος δικαστικά καλείται να ανταποδείξει ότι δεν έχει πρόθεση «αποξένωσης», ότι δεν επιλέγει να αγνοήσει τα πιεστικά και ελεγκτικά μηνύματα του κακοποιητικού γονέα ή να λάβει αποφάσεις για το συμφέρον του παιδιού, στις οποίες ο κακοποιητικός γονέας δημιουργεί άνευ λόγου εμπόδια, κατά «καταχρηστική άσκηση επιμέλειας», να αμυνθεί σε αβάσιμες αιτήσεις αφαίρεσης της άσκησης της επιμέλειας για τους λόγους αυτούς, και εν τέλει να ορθοποδήσει ο ίδιος πρώτα ως άτομο μετά από την ρήξη που δημιουργεί ο χωρισμός με έναν τέτοιο σύντροφο, και έπειτα ως γονέας, και να αποτελέσει στήριγμα για το ίδιο του το παιδί. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι τον «οπτιμισμό» αυτό έχει συμμεριστεί τόσο κατά τον χειρισμό υποθέσεων ως δικηγόρος όσο και σε παλαιότερες γραπτές τοποθετήσεις και ο γράφων.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, δυστυχώς, ο ν. 4800/2021 και η δυνάμει αυτού τροποποίηση του Αστικού Κώδικα, δίνει, αποκλίνοντας από τον σκοπό του, έναν νέο όπλο στα χέρια του κακοποιητή γονέα για να ελέγξει τον έτερο γονέα, ο οποίος συνήθως αποτελεί και τον βασικό φροντιστή του παιδιού, να τον απαξιώσει και να τον καταρρίψει ως προσωπικότητα στο όνομα του «ενδιαφέροντος» για το παιδί του και να ασκήσει την καλή παλιά “patria potestas” στο όνομα πάλι ενός «ενεργού ενδιαφέροντος», εκδικούμενος στην πραγματικότητα τον γονέα που επιχείρησε μέσα από την διακοπή της συμβίωσης να αμφισβητήσει την «εξουσία» του.

Ενώ η έξοδος από μία τέτοια, ψυχολογικά κακοποιητική σχέση είναι στην πραγματικότητα μακριά και διέρχεται συχνά εκτός των ορίων των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες σπάνια φέρνουν την «λύτρωση», ο νόμος παρέχει συγχρόνως τα εργαλεία και την ευκαιρία στον γονέα να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ασφαλές για τον ίδιο και το παιδί του, ακόμη κι αν σε αυτό βασικό ρόλο παίζει τελικά ένας γονέας.

Μερικά λόγια για την ψυχολογική κακοποίηση στο πλαίσιο των λεγόμενων «συγκρουσιακών διαζυγίων».

Ο ίδιος ο ν. 4800/2021 για την συνεπιμέλεια ορίζει στο άρθρο 1 ότι λαμβάνει υπόψη κατά την εφαρμογή του τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης), που κυρώθηκε με τον ν. 4531/2018 (Α’ 62). Το άρθρο 31 της Σύμβασης αυτής ορίζει πως «1.Τα Μέρη θα λαμβάνουν όλα τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κατά τον καθορισμό της επιμέλειας και των δικαιωμάτων επίσκεψης των παιδιών, θα λαμβάνονται υπόψη τα κρούσματα βίας που καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης. 2.Τα Μέρη θα λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η άσκηση οποιονδήποτε δικαιωμάτων ή επιμέλειας δεν θίγει τα δικαιώματα και την προστασία του θύματος ή των παιδιών».

Ως τέτοια μορφή βίας ορίζεται και η ψυχολογική και ειδικότερα ως τέτοια ορίζεται η εσκεμμένη συμπεριφορά που κατατείνει στην σοβαρή πρόκληση βλάβης στην ψυχολογική ακεραιότητα του ατόμου μέσω καταναγκασμού ή απειλών.

Συγχρόνως, το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2021 σχετικά με τον αντίκτυπο της ενδοσυντροφικής βίας και των δικαιωμάτων επιμέλειας στις γυναίκες και τα παιδιά (2019/2166(INI)) επισημαίνει ότι οι δράστες συχνά χρησιμοποιούν τις δικαστικές διαδικασίες για να επεκτείνουν την εξουσία και τον έλεγχό τους, καθώς και για να συνεχίσουν να εκφοβίζουν τα θύματά τους και να υποκινούν τον φόβο σε αυτά. Τονίζεται ακόμη ότι το παιδί και το αίτημα συνεπιμέλειας αποτελούν συχνά αντικείμενο χειραγώγησης από τον βίαιο γονέα προκειμένου αυτός να συνεχίσει να έχει πρόσβαση στη μητέρα μετά τον χωρισμό.

To ζήτημα είναι ότι η κατεύθυνση αυτή στην πράξη χάνεται μέσα στο πλήθος από δικογραφίες που λαμβάνει στα χέρια του ο οικογενειακός δικαστής: στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται ένας τυπικός έλεγχος για ύπαρξη σωματικής βίας στον γονέα, η οποία θεωρείται άσχετη με την κρίση για το συμφέρον του παιδιού, εφόσον δεν στρέφεται εναντίον του. Το πρόβλημα που δεν αντιμετωπίζεται είναι το πώς μπορεί να είναι ασφαλές ένα παιδί μέσα σε ένα περιβάλλον, όπου η ψυχολογική κακοποίηση του γονέα, που συνήθως αποτελεί και τον βασικό φροντιστή του, επεκτείνεται και ενισχύεται από την δικαστική διαδικασία. Με ποια κριτήρια μπορεί το παιδί να προστατευτεί στην περίπτωση ψυχολογικής κακοποίησης του γονέα του; Πώς μπορεί με άλλα λόγια να αποδειχθεί ότι μία τέτοια κατάσταση επιδρά αρνητικά και στο συμφέρον του παιδιού, ειδικά την στιγμή που το δικαστήριο δεν έχει τα μέσα (και το ενδιαφέρον πολλές φορές) να διαγνώσει τέτοιες λεπτομέρειες μιας υπόθεσης (π.χ. διατάσσοντας κοινωνική έρευνα ή ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη); Μπορεί να προβληθεί ότι ο γονέας συνεχίζει να ελέγχει τον πρώην σύντροφο του και να τον «ανταγωνίζεται» καταχρηστικά στη διαμάχη για την επιμέλεια, χωρίς ο σχετικός ισχυρισμός να γυρίσει μπούμερανγκ στον γονέα που απευθύνεται για δικαστική προστασία και εν τέλει η φωνή του σιωπάται υπό την ομπρέλα της έννοιας του «συγκρουσιακού διαζυγίου»;

Πρακτικοί κανόνες της διαμάχης για την επιμέλεια

Ο χαρακτηρισμός της διαμάχης, στην οποία εξωθεί την κατάσταση μετά την διάσταση ο κακοποιητικός σύντροφος, ως «συγκρουσιακό διαζύγιο» «μοιράζει» την ευθύνη για την κακοποίηση που συνεχίζει να υφίσταται ο πιεζόμενος δικαστικά γονέας, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι βλάπτει το συμφέρον του παιδιού και ο ίδιος, και η συνεπιμέλεια να επιλέγεται συχνά ως λύση για την «αποκλιμάκωση» της έντασης, παρότι η ρίζα του προβλήματος έγκειται ακριβώς στην ελεγκτική- κακοποιητική συμπεριφορά. Ο γονέας, που βρίσκεται σε μία τέτοια συνθήκη, καλείται συχνά να απόσχει από την κατάδειξη της συμπεριφοράς αυτής, ακριβώς για να μην θεωρηθεί ότι συντηρεί την σε βάρος του συμφέροντος του παιδιού «ένταση». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί δικαστικά. Ακολουθούν μερικές πρακτικές συμβουλές για τον γονέα που εμπλέκεται σε μία τέτοια διαμάχη:

  • Η ψυχολογική κακοποίηση ενός παιδιού, ακόμη κι όταν συνίσταται στην πίεση που αισθάνεται το παιδί βλέποντας τον γονέα και βασικό φροντιστή του να υφίσταται αυτό που ως παιδί ενδεχομένως να μην μπορεί να αντιληφθεί ως κακοποίηση αλλά δεν παύει να αποτελεί και για το ίδιο μία τραυματική κατάσταση, είναι δύσκολο να σκιαγραφηθεί δικαστικά. Μπορεί να έχετε πολλές ενδείξεις ότι ο πρώην σύντροφος σας πάσχει από κάποια ψυχιατρική διαταραχή και ενδεχομένως κάποια διαταραχή προσωπικότητας, όπως είναι η Ναρκισσιστική Διαταραχή Προσωπικότητας (Narcissistic Personality Disorder- NPD), είναι όμως δύσκολο να διαταχθεί τόσο κοινωνική έρευνα όσο και ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που να διαπιστώνει κάτι τέτοιο, αφού ο όγκος των υποθέσεων που φτάνουν στο οικογενειακό δικαστήριο και η υποστελέχωση των δομών, καθιστούν μία τέτοια δυνατότητα «πολυτέλεια»· η κοινωνική έρευνα συχνά αρκείται στην διαπίστωση συμπτωμάτων σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης ή κάποιας κατάστασης μείζονας ανέχειας και παραμέλησης, ενώ η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη στην διακρίβωση περί ύπαρξης ή μη κάποιας «ενεργού ψυχοπαθολογίας». Με άλλα λόγια, η απόδειξη ενός τέτοιου ισχυρισμού καθίσταται δυσχερής και ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί από την άλλη πλευρά ως επιχείρημα εναντίον σας για απόπειρα «αποξένωσης» του κακοποιητή γονέα από το παιδί. Επίσης ο δικαστής ενδέχεται να αγνοήσει άλλα ουσιώδη για το συμφέρον του παιδιού επιχειρήματα σας.
  • Διαλέξτε τις μάχες σας. Το δικαστήριο δεν έχει την δυνατότητα να εξετάσει τα πάντα και πολύ συχνά καταλήγουμε να αντεπιχειρηματολογούμε για περιστατικά ελάσσονος σημασίας που μπορεί να θίξει η άλλη πλευρά, προσπαθώντας να αποδείξουμε την δική μας αληθή εκδοχή των γεγονότων και με την ελπίδα ότι ο δικαστής θα καταλάβει την «σκαιότητα» του αντιδίκου. Οι δικαστές προσπερνούν συνήθως τέτοια περιστατικά ως διαπληκτισμούς των διαδίκων, υπό την ομπρέλα πάντα του «συγκρουσιακού διαζυγίου» και λαμβάνονται απλώς υπόψη για την δυνατότητα συνεργασίας σας στο πλαίσιο της συνεπιμέλειας.
  • Κρατήστε αρχείο από μηνύματα και κλήσεις. Πολύ συχνά τα αποδεικτικά στοιχεία παρουσιάζονται διαστρεβλωμένα ώστε να φαίνεται λ.χ. έλλειψη ενημέρωσης ή παρεμπόδιση επικοινωνίας του γονέα, ο οποίος μπορεί να στέλνει συνεχόμενα μηνύματα είτε με ερωτήσεις για την καθημερινότητα του παιδιού είτε για να επικοινωνήσει με το παιδί ανεξάρτητα από την ρύθμιση της επικοινωνίας ή την ενημέρωση που πραγματικά έχει. Είναι κάτι που εύκολα μπορεί να ανταποδειχθεί συνήθως από την ίδια την ροή της ηλεκτρονικής συνομιλίας.
  • Εστιάστε στα κριτήρια που θέτει ο ίδιος ο νόμος για την άσκηση της επιμέλειας. Ένα πολύ βασικό κριτήριο για την κακή άσκηση της επιμέλειας είναι η απόπειρα διάρρηξης της σχέσης με τον άλλο γονέα. Παρότι ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί συνήθως το βασικό βέλος στην φαρέτρα του γονέα που επικαλείται την «αποξένωση», αποτελεί τις περισσότερες φορές προβολή του γονέα αυτού: ο κακοποιητής γονέας είναι αυτός που θα μιλήσει άσχημα για τον άλλο γονέα στο παιδί, θα το επηρεάσει σε σχέση με άλλα μέλη της οικογένειας του (ή τυχόν νέο σύντροφο του γονέα), και θα το χειραγωγήσει με κάθε τρόπο προς ίδιον όφελος στην διαμάχη για την επιμέλεια. Αντίστοιχα, είναι συνήθως ο γονέας αυτός που εν είδει «εκδίκησης» κατά τον χρόνο του με το παιδί θα θεωρήσει ότι έχει δικαίωμα να λάβει μονομερώς κάποια απόφαση που θα έπρεπε να συναποφασισθεί στο πλαίσιο της κοινής επιμέλειας, να μην απαντήσει σε κλήση, να μην ενημερώσει για τον τρόπο της επικοινωνίας ή ακόμη και να παραβιάσει το οριζόμενο από το δικαστήριο πρόγραμμα. Όλα αυτά συνιστούν κριτήρια για την κακή άσκηση της επιμέλειας από το νόμο και θέτουν τον ισχυρισμό περί «αποξένωσης» στην δοκιμή της πραγματικότητας.

Με άλλα λόγια: η ψυχολογικά κακοποιητική συμπεριφορά του εξουσιαστικού γονέα προς εσάς και προς το παιδί πολλές φορές είναι δύσκολο να αποδειχθεί αλλά αυτό δεν επάγεται ότι δεν μπορείτε να εξασφαλίσετε το συμφέρον του παιδιού σας: ακόμη κι αν τα δικαστήρια είναι διστακτικά να χρησιμοποιήσουν τον όρο κακοποίηση για τέτοιες συμπεριφορές ή να δουν την διάσταση και την επενέργεια που έχουν στο παιδί, βασιζόμενα στο νόμο μπορούν να εξειδικεύσουν το συμφέρον αυτού προς την ίδια κατεύθυνση. Είναι βασική αρχή του οικογενειακού μας συστήματος ότι το συμφέρον του παιδιού δεν εξετάζεται αφηρημένα και βάσει συνθημάτων: εάν στην συγκεκριμένη περίπτωση την ασφάλεια του παιδιού και την σταθερότητα που χρειάζεται στην ανατροφή του μπορεί να την εγγυηθεί μόνο ο ένας γονέας, δεν χρειάζεται απαραίτητα και ο δεύτερος.

svgCase Study: 25/2023 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας (Οικογενειακές Διαφορές): Ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας των τριών ανήλικων τέκνων στον πατέρα και λύση του γάμου λόγω της άσκησης ενδοοικογενειακής βίας από την μητέρα σε βάρος των τέκνων
svg
svgNext Post