Οικογένεια ΛΟΑΤΚΙ+ επανέρχεται στο Εφετείο για τη δικαστική αναγνώριση της οικογένειάς της: το Ανώτατο Δικαστήριο ανατρέπει απόφαση που απέρριπτε την αίτησή τους.
Με την υπ’ αριθμ. 1099/2023 απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε στην αναίρεση απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριπτε την αναγνώριση απόφασης δικαστηρίου της Νότιας Αφρικής που όριζε ως γονείς παιδιού γεννημένου από παρένθετη μητέρα ζευγάρι ανδρών ως αντίθετη στην ελληνική δημόσια τάξη. Η απόφαση έκανε δεκτό τον αναιρετικό λόγο περί μη λήψης πραγματικού ισχυρισμού και συγκεκριμένα έκρινε ότι το σφάλμα της απόφασης βρισκόταν στο ότι ανέφερε ως λόγο μη αναγνώρισης το ότι η υιοθεσία ανηλίκου στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται στα ομόφυλα ζευγάρια μη λαμβάνοντας υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση γινόταν λόγος για ένα συγκεκριμένο παιδί, γεννημένο σε μία συγκεκριμένη οικογένεια από παρένθετη μητέρα, και όχι αφηρημένα για έναν ανήλικο, του οποίου πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη οικογένεια για υιοθεσία. Πρόκειται για μία πρωτοφανή απόφαση σχετικά με την αναγνώριση των οικογενειών των ομοφύλων προσώπων στην Ελλάδα, η οποία ανοίγει ξανά την συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης στο Εφετείο.
Η υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, έχει ως εξής:
Ο Αλέξανδρος, ελληνικής ιθαγένειας, και ο Μάρκος, αμερικανικής ιθαγένειας (δεν πρόκειται για τα πραγματικά τους ονόματα) σύναψαν σύμφωνο συμβίωσης ενώπιον Έλληνα συμβολαιογράφου το 2016, κατά την περίοδο στην οποία κατοικούσαν σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδιο έτος κατάρτισαν στη χώρα αυτή συμφωνία παρένθετης μητρότητας με ετερόφυλο ζευγάρι, η οποία επικυρώθηκε με απόφαση δικαστηρίου, με την οποία ορίστηκε ότι το παιδί ή παιδιά που θα γεννήσει στο μέλλον η παρένθετη μητέρα θα είναι κοινά παιδιά των δυο ως άνω συντρόφων. Το 2017 γεννήθηκε από την παρένθετη ένα αγόρι ύστερα από τεχνητή γονιμοποίηση. Το αγόρι έχει βαφτισθεί Ορθόδοξος Χριστιανός και φέρει επώνυμο που προκύπτει από τον συνδυασμό των επωνύμων των δυο γονέων του. Στο πιστοποιητικό γέννησης που συντάχθηκε σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας γέννησης του παιδιού, το παιδί αναφέρεται ως κοινό τέκνο του Αλέξανδρου και του Μάρκου (οι οποίοι έχουν την ένδειξη «γονέας Β» και «γονέας Α» αντίστοιχα).
Τον Ιούλιο του 2018, η οικογένεια μετακόμισε, στο πλαίσιο άσκησης των επαγγελματικών καθηκόντων του Αλέξανδρου (ο οποίος είναι δημόσιος λειτουργός και εκπροσωπεί την Ελλάδα στο εξωτερικό) σε χώρα της Ένωσης όπου αναγνωρίστηκε νομικά ως οικογένεια.
Τα προβλήματα για την οικογένεια ξεκίνησαν όταν ο Αλέξανδρος ζήτησε, βάσει του πιστοποιητικού γέννησης που συντάχθηκε σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας γέννησης του παιδιού, την εγγραφή του γιου του στο Ειδικό Ληξιαρχείο στην Αθήνα. Η εγγραφή του παιδιού δεν έγινε δεκτή λόγω του ότι οι γονείς είναι ομόφυλο ζευγάρι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι γονείς να προσφύγουν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητώντας την αναγνώριση της ισχύος της απόφασης του αλλοδαπού δικαστηρίου ώστε να έχει και στην Ελλάδα ο γιος τους τη νομική θέση του κοινού τέκνου τους. Το αίτημα τους απορρίφθηκε και, ακολούθως, οι γονείς άσκησαν έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως, η οποία απορρίφθηκε από το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, και εκ νέου άσκησαν αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Τόσο η απόφαση του πρωτοβάθμιου όσο και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στήριξαν την απόρριψη της αίτησης των ομοφύλων γονέων στην εξειδίκευση της νομικής έννοιας της αντίθεσης στην δημόσια τάξη, η οποία είναι αρνητική προϋπόθεση για την αναγνώριση μίας αλλοδαπής απόφασης στην ελληνική έννομη τάξη. Τα δικαστήρια θεώρησαν ότι η μη πρόβλεψη αντίστοιχης δυνατότητας απόκτησης κοινών τέκνων από ζεύγος ομοφύλων ανδρών στην ελληνική νομοθεσία συνιστά απόδειξη για το ότι η αναγνώριση μίας τέτοιας οικογένειας στην Ελλάδα, παρότι η οικογένεια αυτή έχει ήδη δημιουργηθεί στο εξωτερικό και σύμφωνα με την νομοθεσία της αλλοδαπής πολιτείας, αντιτίθεται στα κυρίαρχα ήθη τις ελληνικής κοινωνίας και στην δημόσια τάξη αυτής.
Ωστόσο το ότι η Ελλάδα δεν προβλέπει στην νομοθεσία της έναν συγκεκριμένο θεσμό δεν σημαίνει ότι ο εν λόγω θεσμός είναι θεμελιωδώς αντίθετος στην δημόσια τάξη της (τις κυρίαρχες ας πούμε ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις της) και επομένως αδύνατο να αναγνωριστεί. Αυτό που έχει σημασία είναι, με λίγα λόγια, να εξετάζουμε τις συνέπειες που θα έχει η αναγνώριση ή μη αναγνώριση στην έννομη τάξη μας. Εν προκειμένω η μη αναγνώριση σημαίνει ότι μένει έκθετο το παιδί μίας συγκεκριμένης οικογένειας και όχι ότι αφηρημένα επιτρέπεται π.χ. η υιοθεσία ή η απόκτηση παιδιού μέσω παρένθετης στα ομόφυλα ζευγάρια. Υπό το πρίσμα αυτό, αντίθετο στην δημόσια τάξη μας και στην ανάγκη προστασίας του συμφέροντος του παιδιού φαίνεται να είναι η μη αναγνώριση. Όπως έκρινε πλέον πρόσφατα και η υπ’ αριθμ. 159/2022 αποφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης «το μοντέλο της οικογένειας, που η σύνθεση των μελών της αποτελεί διαφορετική περίπτωση σε σχέση με τα καθιερωμένα δεν προκαλεί τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις διότι τελικά αυτή η διαφορετικότητα δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος του πραγματικού συμφέροντος του τέκνου, ενώ η ελληνική κοινωνία τυγχάνει πλέον αρκετά προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί τέτοιες καταστάσεις και αρκετά προοδευτική να φιλοξενήσει αρμονικά στους κόλπους της και να ανεχθεί την ύπαρξη και της ομόφυλης οικογένειας μετά τέκνων».
Με την αποδοχή ενός «τυπικού» λόγου αναίρεσης ο Άρειος Πάγος αποφεύγει να απαντήσει σε ένα κομβικό ζήτημα για τις οικογένειες ομοφύλων που ζουν στο εξωτερικό αλλά και την συζήτηση για την ομογονεϊκότητα γενικότερα. Ήδη όμως το ότι η συζήτηση παραμένει «ανοιχτή» και δεν κλείνει με μία αρνητική παραδοχή, δικαστικά ισοδύναμη της ομοφοβίας της ελληνικής κοινωνίας, είναι ένα βήμα στην σωστή κατεύθυνση.
Σχετικά με την υπόθεση μπορείτε να διαβάσετε και στην εφημερίδα «Καθημερινή» το άρθρο της Μαριάννας Κακαουνάκη με τίτλο «Στην Ευρώπη είμαστε οικογένεια. Εδώ τίποτα».
https://www.kathimerini.gr/society/562736410/stin-eyropi-eimaste-oikogeneia-edo-tipota/