Φεύγοντας από την χώρα με το παιδί: ένα σχόλιο για τις υποθέσεις μετοίκησης και διεθνούς απαγωγής παιδιών υπό το πρίσμα της έμφυλης βίας, με αφορμή την από 28.03.2024 απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Verhoeven κατά Γαλλίας.
H Σύμβαση της Χάγης του 1980 για την Διεθνή Απαγωγή Παιδιών καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της ενδοοικογενειακής βίας και των γονέων, κατά βάση των μητέρων, οι οποίες αναγκάζονται εξαιτίας αυτής να φύγουν από την χώρα συνήθους διαμονής του παιδιού χωρίς να μπορούν προηγουμένως να εξασφαλίσουν την σχετική άδεια από το δικαστήριο πόσο μάλλον την συναίνεση του άλλου γονέα και κακοποιητή τους. Στην πρόσφατη απόφαση του Verhoeven κατά Γαλλίας το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αντιμετώπισε μία τέτοια περίπτωση και εν τέλει το ζήτημα κατά πόσο είναι συμβατό με το συμφέρον του παιδιού και το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του γονέα να καλείται να επιστρέψει στην χώρα από την οποία έφυγε για λόγους ενδοοικογενειακής βίας, προκειμένου να κριθεί ξανά εκεί από τα αρμόδια δικαστήρια το ζήτημα της μετακίνησης του παιδιού σε άλλη χώρα.
Με το άρθρο αυτό υποστηρίζω ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, που δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την «φυγή», η διάκριση ανάμεσα στην δίκη για την επιστροφή του παιδιού και την δίκη, για το πού πρέπει το συγκεκριμένο παιδί να ζήσει εν τέλει με βάση το συμφέρον του, στην πράξη δεν είναι και δεν μπορεί να είναι απόλυτη.
H Σύμβαση της Χάγης του 1980 για τα Αστικά Θέματα της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών δημιουργεί, εν ολίγοις, ένα σύστημα μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών για την άμεση επιστροφή των παιδιών, τα οποία μετακινούνται στο εξωτερικό από τον έναν γονέα τους χωρίς την συναίνεση του άλλου, στην χώρα που διέμεναν προηγουμένως. Η Σύμβαση ονομάζει την μετακίνηση αυτή «απαγωγή». Πράγματι, το αποτέλεσμα, που είχαν κατά νου οι εμπνευστές της Σύμβασης να αντιμετωπίσουν, ήταν αυτό του γονέα, ο οποίος δυσαρεστημένος με το αποτέλεσμα μίας δικαστικής διαμάχης, που θα του στερούσε π.χ. την επιμέλεια του παιδιού του, αποφασίζει να «απαγάγει» το παιδί και να διαφύγει μαζί του σε μία άλλη χώρα. Υπό το φως αυτό, έχει ενδιαφέρον η επιλογή της λέξης «απαγωγή»· το συναισθηματικό φορτίο της λέξης αποδίδει την αποκοπή του παιδιού από ό,τι του είναι γνώριμο και οικείο, ό,τι το κάνει να αισθάνεται ασφάλεια και εμπιστοσύνη: το σχολείο του, τους φίλους του, τον ευρύτερο κοινωνικό και συγγενικό περίγυρο, και το κυριότερο, τον γονέα ή το πρόσωπο εν γένει που αποτελεί και τον βασικό φροντιστή του.
Η Σύμβαση της Χάγης έρχεται να αντιμετωπίσει σήμερα μία άλλη πραγματικότητα, αυτή της έμφυλης βίας. Καθώς η διεθνής κινητικότητα αυξάνεται και γίνεται όλο και πιο σύνηθες να δημιουργούνται «διασυνοριακές» οικογένειες, πληθαίνουν ταυτόχρονα οι περιπτώσεις γονέων, και ιδίως γυναικών, οι οποίες βρίσκονται σε χώρες διαφορετικές της καταγωγής τους, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο και συγγενικό περιβάλλον, και στις οποίες μετοίκησαν π.χ. για λόγους σπουδών ή εργασίας, και παρέμειναν εκεί, αφού γνώρισαν τον σύντροφο τους, ο οποίος συνήθως είναι και πολίτης της χώρας αυτής.
Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, προσδένονται με το εκεί περιβάλλον, την γλώσσα και την κοινωνία εν γένει. Παράλληλα, συχνά οι σχέσεις αυτές, οι οποίες ξεκινούν σαν «πυροτεχνήματα» (η γνωστή στην βιβλιογραφία φάση ως “lovebombing”) διέρχονται στην συνέχεια το στάδιο της «αποκαθήλωσης», οπότε η βία εισέρχεται επίσης στην σχέση, ακόμη και με την μορφή της ψυχολογικής βίας και του οικονομικού καταναγκασμού. Παρότι δε οι ίδιες συνήθως αναλαμβάνουν την φροντίδα του παιδιού σχεδόν αποκλειστικά, η στροφή της τάσης των δικαστηρίων διεθνώς και ειδικά στην ΕΕ προς την συνεπιμέλεια, έχει ως αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις ο άλλος γονέας, συνήθως ο πατέρας, να έχει δικαίωμα στον συγκαθορισμό του τόπου διαμονής του παιδιού και επομένως δικαίωμα επιμέλειας για τις ανάγκες της Σύμβασης της Χάγης. Ως εκ τούτου, τυχόν μετακίνηση του παιδιού από την μητέρα σε άλλη χώρα, θα αποτελεί, κατά τους ορισμούς της Σύμβασης, παράνομη μετακίνηση.
Στην συνέχεια, οι μητέρες αυτές, εξαιτίας ακριβώς της παράνομης ενέργειας τους, βρίσκονται αντιμέτωπες στην χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού με δικαστικές διαδικασίες για την αφαίρεση της επιμέλειας του. Η δε εναλλακτική, να επιδιώξει κανείς δικαστικά την μετοίκηση του παιδιού από την χώρα, αποτελεί για τις περισσότερες μητέρες είτε ουτοπία (καθώς δύσκολα ένας εθνικός δικαστής θα δεχθεί το παιδί να μεταβάλει τόπο διαμονής, όπως δεν θα δεχόταν να αλλάξει σχολείο, να αλλάξει σπίτι κτλ.) είτε «πολυτέλεια», αφού η έναρξη μίας τέτοιας δικαστικής διαδικασίας σε περιπτώσεις σοβαρής ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να είναι αδύνατη ελλείψει πόρων ή και ασφάλειας.
Με την πρόσφατη από 28.03.2024 απόφαση του στο πλαίσιο της υπόθεσης Verhoeven κατά Γαλλίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κλήθηκε να εξετάσει την περίπτωση μίας μητέρας, Γαλλίδας πολίτη, η οποία αρνήθηκε να επιστρέψει με το παιδί της από την Γαλλία, όπου παρέμεινε μετά το πέρας των διακοπών τους, στην Ιαπωνία, όπου ζούσε προηγουμένως, και να προσδιορίσει, στο πλαίσιο της υπόθεσης αυτής, το συμφέρον του παιδιού και τον ρόλο που πρέπει να έχει σε μία περίπτωση διεθνούς απαγωγής με στοιχεία ενδοοικογενειακής βίας.
Ειδικότερα, μετά από μία μακρά δικαστική διαδικασία, τα Γαλλικά Δικαστήρια απέρριψαν τον ισχυρισμό της μητέρας πως η επιστροφή στην Ιαπωνία θα εξέθετε το παιδί σε σοβαρό κίνδυνο λόγω της ενδοοικογενειακής βίας του πατέρα κατά της μητέρας και της μικρής ηλικίας του παιδιού σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτή είναι ο κύριος φροντιστής του, απορρίπτοντας συγχρόνως τον συναφή ισχυρισμό της μητέρας πως η εφαρμογή του ιαπωνικού δικαίου θα οδηγούσε σε στέρηση των γονικών της δικαιωμάτων και σε πλήρη ρήξη της σχέσης της με το παιδί.
Η μητέρα προσέφυγε στην συνέχεια στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επικαλούμενη παραβίαση του δικαιώματος της στην οικογενειακή ζωή, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε, ότι στην προκειμένη περίπτωση τα Γαλλικά Δικαστήρια είχαν αποφασίσει σύμφωνα με τον νόμο και δεν υπήρχε παραβίαση του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής της προσφεύγουσας.
Παρά την ανωτέρω αρνητική κρίση, αξίζει να αναφερθούμε στην μειοψηφούσα γνώμη μέλους του δικαστηρίου, κατά την οποία «Η Σύμβαση της Χάγης ρυθμίζει το ζήτημα της δικαιοδοσίας σε περιπτώσεις απαγωγής παιδιών. Όσον αφορά την ενδοοικογενειακή βία, δεν παρέχει επαρκές πλαίσιο που να επιτρέπει την κατάλληλη εξέταση των πολύπλοκων ζητημάτων που συνδέονται με το φαινόμενο αυτό. Πρέπει να αναθεωρηθεί ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές ανάγκες. Εν τω μεταξύ, το Δικαστήριο θα πρέπει να προσδιορίσει περαιτέρω στη νομολογία του το κριτήριο του “αποτελεσματικού ελέγχου”, ώστε να ικανοποιήσει την ανάγκη να διασφαλιστεί επαρκής προστασία για τα άμεσα και έμμεσα θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Ενώ πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για την αρμονική εφαρμογή της Σύμβασης και της Σύμβασης της Χάγης, η αρχή της αρμονικής ερμηνείας έχει τα όριά της, τα οποία απορρέουν από την υποχρέωση του Δικαστηρίου να εκπληρώνει πλήρως το καθήκον του και να εφαρμόζει τη Σύμβαση κατά τρόπο που να καθιστά τις εγγυήσεις της συγκεκριμένες και αποτελεσματικές. Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι τα εθνικά δικαστήρια έλαβαν πραγματικά υπόψη τους όλους τους παράγοντες που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπονται στη Σύμβαση της Χάγης, όχι μόνο όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί ενδοοικογενειακής βίας αλλά και όσον αφορά τον πιθανό χωρισμό του παιδιού από τον γονέα που είχε την κύρια φροντίδα του παιδιού, και ότι η αιτιολογία των εθνικών δικαστηρίων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προέβησαν σε αποτελεσματική εξέταση, όπως απαιτεί το άρθρο 8 της Σύμβασης. Εάν η Σύμβαση της Χάγης προσέφερε, αντιθέτως, μια ισότιμη επιλογή μεταξύ των δύο λύσεων, δηλαδή την επιστροφή του παιδιού στον πατέρα του ή την αποδοχή της μετακίνησής του με την μητέρα του, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Σύμβασης, θα συνηγορούσε πράγματι υπέρ της επιστροφής;».
Ακολουθώντας τον παραπάνω συλλογισμό, μπορούμε να αναρωτηθούμε: εάν το νομικό πλαίσιο προσφέρει μία ισότιμη επιλογή μεταξύ των δύο λύσεων, το παιδί να παραμείνει κοντά στον πατέρα του ή να μετακινηθεί μαζί με την μητέρα του, πώς επηρεάζεται διαφορετικά το συμφέρον του παιδιού όταν η μετακίνηση αυτή διατάσσεται εκ των προτέρων (στο πλαίσιο μίας αίτησης μετοίκησης) και όταν επικυρώνεται εκ των υστέρων (στο πλαίσιο της δίκης της επιστροφής κατόπιν αυθαίρετης μετακίνησης ή παρακράτησης του παιδιού), ώστε να δικαιολογείται η τόσο διαφορετική μεταχείριση των δύο περιπτώσεων;
Με αφορμή λοιπόν την απόφαση αυτή και το ως άνω τιθέμενο ερώτημα, το παρόν άρθρο επιχειρεί συνοπτικά να εξετάσει δύο ζητήματα:
1. Πώς γίνεται πράγματι να επιδιώξει δικαστικά ένας γονέας να φύγει από την χώρα (σύμφωνα με την σχετική νομολογία των Ελληνικών δικαστηρίων).
2. Πώς πρέπει να εφαρμοσθεί εν τέλει η Σύμβαση της Χάγης του 1980 όταν ζητείται από τον γονέα η επιστροφή του παιδιού σε μία χώρα, από την οποία τελικά δεν είχε άλλη επιλογή παρά να φύγει;
1. Πώς μπορώ να φύγω από την χώρα με το παιδί μου;
Σύμφωνα με το άρθρο 1519 παρ. 2 του Αστικού Κώδικα για τη μεταβολή του τόπου διαμονής του παιδιού που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει παιδί, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο γονέας που επιθυμεί να προβεί σε σημαντική μετακίνηση μαζί με το παιδί, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, πρέπει να μη δρα μονομερώς αλλά να προσφεύγει προληπτικά στις αρμόδιες αρχές, ακόμη κι αν ασκεί την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού.
Με το προϊσχύσαν άρθρο 139 Ν. 4714/2020 που αναδιατύπωσε το άρθρο 1519 Α.Κ. για τη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου απαιτείτο «οριστική δικαστική απόφαση». Ήδη με τον νόμο 4800/2021 ο όρος «οριστική» έχει απαλειφθεί. Γίνεται επομένως δεκτό ότι για τη μετακίνηση αρκεί και απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ενώ αμφισβητείται εάν αρκεί και η έκδοση προσωρινής διαταγής, η οποία δεν ισοδυναμεί με δικαστική απόφαση.
Κρίνοντας το αίτημα μετοίκησης το Δικαστήριο αξιολογεί ειδικότερα:
• Τους πραγματικούς, ουσιαστικούς και ορθολογικούς λόγους για τους οποίους η μητέρα επιδιώκει τη μετακίνηση (επαγγελματικοί λόγοι – επιτακτική και αναπόφευκτη ανάγκη βιοπορισμού),
• τα χαρακτηριστικά του νέου κοινωνικοοικονομικού και οικογενειακού περιβάλλοντος (αναφορικά με την ασφάλεια, την καταλληλότητα και τη σταθερότητα ως προς τα πρόσωπα, τις σχέσεις, τους χώρους), όπου η μητέρα θέλει να μετακομίσει, σε σύγκριση και με την υφιστάμενη κατάσταση,
• γ) τον ρεαλιστικό σχεδιασμό του γονέα για την πραγματοποίηση της μετεγκατάστασης,
• την ηλικία του ανήλικου, την ωριμότητα, την αντίληψη, την ευκολία μάθησης και την προσαρμοστικότητά του στα νέα δεδομένα,
• τις προοπτικές εκπαίδευσης και εν συνεχεία κοινωνικοοικονομικής ανέλιξης του ανηλίκου στο νέο αυτό περιβάλλον,
• την βούληση του παιδιού, εφόσον αυτή κρίνεται από το δικαστήριο πως είναι ελεύθερη και ανεπηρέαστη από επιδράσεις και υποβολές τρίτων,
• τον ισχυρό και σταθερό συναισθηματικό δεσμό, που έχει αναπτυχθεί μεταξύ του ανηλίκου και του γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί και αιτείται την μετοίκηση, καθώς και το γεγονός ότι ο τελευταίος είναι ικανός να φροντίζει για την ανατροφή, την υγεία, την επίβλεψη και την εκπαίδευση του ανηλίκου και ήδη εξασφαλίζει ένα ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον, ανταποκρινόμενος με υπευθυνότητα στον γονεϊκό του ρόλο,
• τον προτεινόμενο από τον γονέα τρόπο προσαρμογής των όρων επικοινωνίας του άλλου γονέα με το παιδί, έτσι ώστε ο τελευταίος να μην είναι αναγκασμένος να ανατρέψει τις συνήθειες της ζωής του, να μην αντιμετωπίσει δυσανάλογες με το εισόδημά του οικονομικές θυσίες και να ταυτόχρονα να μην στερηθεί την επικοινωνία του με το παιδί του, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να λαμβάνει άμεσα γνώση της σωματικής και πνευματικής του ανάπτυξης και να παρακολουθεί την πρόοδο και εξέλιξή του.
Παρότι όμως η νομολογία παρέχει έναν αρκετά αναλυτικό χάρτη σε δικηγόρους, δικαστές και γονείς για το πώς πρέπει να εξετάζεται το αίτημα μετοίκησης, φαίνεται να αγνοείται ο παράγοντας της ενδοοικογενειακής βίας, από την οποία ενδεχομένως η μητέρα θα καλείται να φύγει. Χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουμε σε παραδείγματα ακραίας σωματικής βίας και κινδύνου για την ζωή, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε τί συμβαίνει στην περίπτωση που λ.χ. ο οικονομικός καταναγκασμός και η ψυχολογική βία είναι τέτοια που η μητέρα δεν μπορεί να υλοποιήσει ένα ρεαλιστικό σχέδιο μετεγκατάστασης. Μπορεί το συμφέρον του παιδιού στις περιπτώσεις αυτές να εξεταστεί «τεχνικά» με βάση τις λοιπές παραμέτρους (σχολείο, κοινωνικός περίγυρος κτλ) και να αγνοηθεί κατά πόσο το βασικό πρόσωπο αναφοράς του είναι σε θέση πράγματι να υπομείνει και να ανταπεξέλθει στην ανατροφή του υπό αυτές τις συνθήκες;
2. Πώς πρέπει να εφαρμοσθεί η Σύμβαση της Χάγης του 1980, όταν ζητείται από τον γονέα να επιστρέψει το παιδί σε μία χώρα, από την οποία δεν είχε άλλη επιλογή παρά να φύγει;
Όπως ήδη αναφέρθηκε, καταρχήν η μετακίνηση του παιδιού σε άλλη χώρα χωρίς να πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις (συμφωνία του άλλου γονέα ή σχετική δικαστική απόφαση) ισοδυναμεί με κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην αφαίρεση της κατ’ άρθρο 1532 ΑΚ, ενώ παράλληλα χορηγεί στον γονέα που έμεινε πίσω το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή του παιδιού στην χώρα, όπου ζούσε προηγουμένως, σύμφωνα με την Σύμβαση της Χάγης του 1980.
Η πλέον συνήθης άμυνα του «απαγωγέα» γονέα στις δίκες για την επιστροφή του παιδιού, που διανοίγονται δυνάμει της Σύμβασης, είναι η επίκληση του άρθρου 13β αυτής, σύμφωνα με το οποίο «Παρά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, η δικαστική ή διοικητική αρχή του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση».
Ο ανωτέρω ισχυρισμός προβάλλεται ιδίως σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, ενώ γίνεται δεκτό ότι ψυχική δοκιμασία που περιάγει το παιδί σε αφόρητη κατάσταση είναι και το να αναγκάζεται να βλέπει τον βασικό φροντιστή του, την μητέρα του, να καταρρέει σωματικά και ψυχολογικά μέσα σε ένα περιβάλλον ενδοοικογενειακής βίας (βλέπε σχετικά αγγλική νομολογία Re E 2011 UKSC 27 και in the matter of S 2012 UKSC 10, καθώς επίσης σχολιασμό της εν λόγω απόφασης από M. Readon σε Domestic Violence and Parental Child Abduction, the Protection of Abducting Mothers in Return Proceedings, K. Trimming, A Dutta, C. Honorati M. Zupan, Intersentia).
Περαιτέρω, τα ανωτέρω κριτήρια, που αναλύθηκαν σχετικά με την αίτηση μετοίκησης, πρέπει να ληφθούν υπόψη υπό την αντίστροφη οπτική και αναφορικά με την ένσταση του άρθρου 13β για τον κίνδυνο να περιαχθεί το παιδί σε αφόρητη κατάσταση σε περίπτωση αναγκαστικής επιστροφής του στην χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του. Στην περίπτωση δηλαδή που το δικαστήριο ικανοποιείται ότι το παιδί είναι προσαρμοσμένο στην κοινωνία όπου μετακινήθηκε, μιλάει την γλώσσα της χώρας αυτής και εν γένει έχει υλοποιηθεί ένα ρεαλιστικό πλάνο μετεγκατάστασης, το οποίο υπό άλλες συνθήκες θα μπορούμε να οδηγήσει και στην λήψη προηγούμενης δικαστικής άδειας για την μετοίκηση, είναι παράλογο η Σύμβαση της Χάγης να ενεργεί «τιμωρητικά». Παρόλο μάλιστα τον τεχνικό χαρακτήρα της, ως άξονας της παραμένει το συμφέρον του παιδιού και δεν μπορεί παρά να εφαρμόζεται σύμφωνα και με την κοινωνική πραγματικότητα που καλείται να αντιμετωπίσει. Μπορούμε να αξιώσουμε από ένα παιδί να παραμείνει σε μία χώρα όπου ο βασικός φροντιστής- γονέας του καταρρακώνεται ψυχικά και εξαφανίζεται κοινωνικά; Εάν όχι, γιατί να μπορούμε να το αναγκάσουμε να επιστρέψει στην χώρα αυτή και μάλιστα χωρίς τον γονέα αυτόν;
Το επόμενο ζήτημα που εγείρεται νομικά είναι κατά πόσο η αυστηρά τεχνική ερμηνεία της Σύμβασης της Χάγης του 1980 σχετικά με την άμεση επιστροφή του παιδιού είναι συμβατή με την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Όπως επισημαίνει ο μειοψηφήσας δικαστής του ΕΔΔΑ στην σχολιαζόμενη απόφαση, κατά τον χρόνο θέσπισης της Σύμβασης της Χάγης του 1980 το παιδί αποτελούσε αντικείμενο φροντίδας και όχι υποκείμενο δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα του υπό το άρθρο 9 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού να μην αποχωρίζεται από τους γονείς του παρά την θέληση του. Σε μία περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας, πώς η επιστροφή του παιδιού στην χώρα, που ο γονέας και βασικός φροντιστής του δεν μπορεί, έστω και για υποκειμενικούς-ψυχολογικούς λόγους, να επιστρέψει, διασφαλίζει την διατήρηση της σχέσης με αυτόν, την στιγμή που ο τελευταίος πρόκειται μετά βεβαιότητας, σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα αυτή, να θυματοποιηθεί ξανά;
Εν τέλει, γιατί θα πρέπει η μοίρα ενός παιδιού να κρίνεται στην ουσία δύο φορές, μία από το δικαστήριο της δίκης για την επιστροφή του παιδιού και μία από το δικαστήριο της χώρας συνήθους διαμονής, το οποίο καλείται ως αρμόδιο να κρίνει το που θα ζήσει το παιδί μετά την τυχόν επιστροφή του στην χώρα αυτή; Δεν εθελοτυφλούμε ως δικαστικό σύστημα θεωρώντας ότι ο γονέας αυτός που αναγκάστηκε να «αποδράσει» μαζί με το παιδί του από μία χώρα, θα μπορεί στην συνέχεια να επιδιώξει δικαστικά να μετοικήσει από την χώρα αυτήν και τα δικαστήρια της ίδιας χώρας θα κρίνουν την επίμαχη μετοίκηση ως σύμφωνη με το συμφέρον του παιδιού;
Όπως τονίζεται στην γνώμη που ενσωματώνεται στην απόφαση «σε κατάσταση ενδοοικογενειακής βίας, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, θα ήταν αντιπαραγωγική η επιστροφή του παιδιού προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το ζήτημα της “μετακίνησης” του: το ζήτημα αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που αφορά την επιστροφή στη χώρα στην οποία έχει μετακινηθεί το παιδί. Αν υποθέσουμε ότι η μητέρα, ως ο γονέας που έχει την κύρια ευθύνη για το παιδί – είτε μόνη της είτε από κοινού με τον άλλο γονέα – θα πρέπει να συνοδεύσει το παιδί στη χώρα όπου το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του και να παραμείνει εκεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας αυτής, το γεγονός αυτό ισοδυναμεί με πλήρη παραβίαση του δικαιώματος της μητέρας στην ιδιωτική ζωή και την προσωπική αυτονομία, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης, καθώς και το δικαίωμά της στην ελεύθερη κυκλοφορία, όπως η ελευθερία κυκλοφορίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ.4 της Σύμβασης. Σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, υπάρχει επίσης σοβαρός κίνδυνος η μητέρα να εκτεθεί σε επανειλημμένη θυματοποίηση».
Αντί επιλόγου:
Οι υποθέσεις διεθνούς απαγωγής παιδιών μεταξύ γονέων αποτελούν μία ακόμη οδυνηρή υπενθύμιση ότι η ενδοοικογενειακή βία μεταξύ συντρόφων δεν αφορά μόνο τον σύντροφο- άμεσο θύμα της βίας. Όσο αναγκαίο είναι να σεβαστούμε τον μηχανισμό άμεσης επιστροφής των παιδιών που καθιερώνει η Σύμβαση της Χάγης του 1980 άλλο τόσο αναγκαία είναι η επίτευξη ισορροπίας με την υποχρέωση σεβασμού του δικαιώματος στην οικογενειακή και προσωπική ζωή των μελών της οικογένειας που εμπλέκονται στην όλη διαδικασία, καθώς και την ανάγκη η «σύρραξη» που τα θύματα αντιμετωπίζουν στην προσωπική τους ζωή να επιλύεται σύντομα και με τρόπο αποτελεσματικό από το οικογενειακό μας δίκαιο και όχι να κρίνεται ξανά και ξανά αναπαράγοντας το τραύμα.
Στο πλαίσιο αυτό, η νομική διάκριση μεταξύ της δίκης για την κρίση του συμφέροντος του παιδιού και της επιλογής του τόπου διαμονής του και της δίκης για την επιστροφή του παιδιού μπορεί να είναι χρήσιμη, δεν γίνεται όμως να είναι απόλυτη από την στιγμή που ως δικαστικό σύστημα καλούμαστε να επιλύσουμε την διένεξη της οικογένειας συνολικά, με στόχο να μπορέσουν τα μέλη της και ιδίως οι εμπλεκόμενοι ανήλικοι να επανέλθουν γρήγορα στην κανονικότητα.
Εάν είστε «κολλημένη» σε μια ξένη χώρα με το παιδί σας, μπορείτε να έρθετε σε επαφή και με την οργάνωση GlobalARRK. Η GlobalARRK είναι μια φιλανθρωπική οργάνωση με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία εργάζεται διεθνώς για την υποστήριξη οικογενειών που δεν μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με τα παιδιά τους μετά από την διακοπή της σχέσης τους στο εξωτερικό. Προσφέρει μια σειρά υπηρεσιών υποστήριξης σε οικογένειες που έχουν ανάγκη, όπως τηλεφωνική γραμμή βοήθειας, νομικές πληροφορίες, καθοδήγηση, φιλικές σχέσεις, υποστήριξη από οικογένειες στην ίδια κατάσταση και σεμινάρια αποκατάστασης από την ενδοοικογενειακή κακοποίηση. Διεξάγει επίσης έρευνα και εργάζεται διεθνώς για την ανάπτυξη πολιτικής με στόχο την καλύτερη προστασία των διεθνών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την ιστοσελίδα τους www.globalarrk.org ή στείλτε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου info@globalarrk.org.