Case Study: 25/2023 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας (Οικογενειακές Διαφορές): Ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας των τριών ανήλικων τέκνων στον πατέρα και λύση του γάμου λόγω της άσκησης ενδοοικογενειακής βίας από την μητέρα σε βάρος των τέκνων
Πολύ συχνά όταν οι γονείς αντιδικούν για την επιμέλεια των παιδιών τους το δικαστήριο καλείται να διαμορφώσει την απόφαση στην βάση δύο αντίθετων πόλων: τον ισχυρισμό περί ενδοοικογενειακής βίας από την μία και τον ισχυρισμό περί γονεϊκής αποξένωσης από την άλλη. Με λίγα λόγια ο ένας γονέας ισχυρίζεται ότι ο άλλος γονέας κακοποιεί το παιδί και ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι οι κατηγορίες αυτές αποτελούν προϊόν της γονεϊκής αποξένωσης του πρώτου και ότι λαμβάνουν χώρα στην πραγματικότητα ακριβώς για να τον αποκλείσουν από την ζωή του παιδιού. Tο έργο του δικαστή καθίσταται ακόμη πιο δύσκολo όταν η αντιδικία είναι στο στάδιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας, όπου εκ των πραγμάτων το δικαστήριο αρκείται σε πιθανολόγηση και δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης απόδειξη. Με το παρόν γίνεται ένας σχολιασμός της υπόθεσης που χειρίστηκε το γραφείο μας και οδήγησε στην έκδοση της υπ’ αριθμ. 25/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, η οποία, μετά από ένα δικονομικό «θρίλερ» προσωρινών διαταγών και ασφαλιστικών μέτρων, που κατέληξε να χωρίσει τα τρία ανήλικα τέκνα των διαδίκων, αποφάσισε αφενός την επανένωση τους αφετέρου τον αποκλεισμό της μητέρας από την επιμέλεια τους. Το δικαστήριο έκρινε ότι η μητέρα ήταν συστηματικά βίαιη προς τα παιδιά και ότι κανένας ισχυρισμός περί γονεϊκής αποξένωσης δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την συμπεριφορά της, αναθέτοντας την αποκλειστική επιμέλεια και των τριών παιδιών στον πατέρα τους.
Στις 12.01.2023 δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 25/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, η οποία εκδόθηκε επί αντίθετων αγωγών των διαδίκων γονέων για την επιμέλεια των τριών τέκνων τους (ενός αγοριού, ηλικίας 9 ετών, διαγνωσμένου με διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού, και δύο κοριτσιών, ηλικίας 17 και 12 ετών) και την λύση του γάμου τους.
Με την απόφαση του αυτή το δικαστήριο έκρινε οριστικά επί μίας σφοδρής αντιδικίας που εκτυλίχθηκε σταδιακά ως εξής: ο πατέρας αιτήθηκε αρχικά με την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων την απομάκρυνση της μητέρας από το σπίτι λόγω της συμπεριφοράς της απέναντι στα ανήλικα τέκνα τους και συγκεκριμένα τα βίαια ξεσπάσματα αυτής εναντίον τους, την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας τους στο πρόσωπο του και την έκδοση αντίστοιχης προσωρινής διαταγής. Συγχρόνως υπέβαλε σε βάρος της μητέρας μήνυση για ενδοοικογενειακή βία, κατηγορώντας την για πράξεις οι οποίες αφορούσαν μεταξύ άλλων μία συστηματικά βίαιη συμπεριφορά της μητέρας προς το μικρότερο παιδί, την ιδιαιτερότητα του οποίου ως ατόμου με αυτισμό δεν μπορούσε να διαχειριστεί, με αποτέλεσμα να χάνει την υπομονή της και να «ξεσπάει» πάνω του. Με προσωρινή διαταγή τον Φεβρουάριο του 2021 η μητέρα διατάχθηκε να μετοικήσει από το σπίτι. Με την σειρά της η μητέρα άσκησε αντίθετη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία αιτήθηκε την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων τους και την χορήγηση αντίστοιχης προσωρινής διαταγής. Το δικαστήριο έκρινε ότι τα παιδιά είχαν υποστεί «γονεϊκή αποξένωση» από τον πατέρα και το περιβάλλον του, ότι η συμπεριφορά της μητέρας επρόκειτο για μεμονωμένα και «δικαιολογημένα» περιστατικά στην προσπάθεια της να επανακτήσει τον «έλεγχο» στις σχέσεις με τις κόρες της και ότι ποτέ δεν είχε υπάρξει βίαιη προς το μικρότερο παιδί. Έτσι με νέα προσωρινή διαταγή τον Μάρτιο του 2021 το δικαστήριο ανέθεσε την επιμέλεια τους αποκλειστικά στην μητέρα. Ο πατέρας ζήτησε την μεταρρύθμιση της προσωρινής διαταγής και αρνήθηκε να παραδώσει τα παιδιά στην μητέρα, με αποτέλεσμα εκείνη να ασκήσει σε βάρος του μήνυση για παραβίαση δικαστικής απόφασης. Το δικαστήριο (της «3ης» προσωρινής διαταγής) ακολουθώντας μία «σολομώντεια» λύση αποφάσισε ότι έπρεπε ο ίδιος να ασκεί την αποκλειστική επιμέλεια της μεγαλύτερης κόρης, η μητέρα την αποκλειστική επιμέλεια του μικρότερου παιδιού (του αγοριού με διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού) και να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του μεσαίου παιδιού (του μικρότερου κοριτσιού), το οποίο όμως θα συνέχιζε να διαμένει με τον πατέρα.
Το δικαστήριο των ασφαλιστικών, κρίνοντας επί των δύο αντίθετων αιτήσεων το καλοκαίρι του 2021, αφού εξέτασε εκ νέου τα στοιχεία και έλαβε υπόψη την γνώμη των δύο κοριτσιών (και μεγαλύτερων παιδιών) έκρινε ότι η συμπεριφορά της μητέρας σε βάρος τους είχε δικαιολογημένα διαταράξει την σχέση τους και ήταν καλύτερο να συνεχίσουν να μένουν με τον πατέρα τους, χωρίς να υπεισέρχεται όμως σε κρίσεις για την ύπαρξη ενδοοικογενειακής βίας. Δεν δέχθηκε αντίστοιχα ότι υπήρχε τίποτα το «επιλήψιμο» στην συμπεριφορά της μητέρας προς το μικρότερο παιδί. Εξ ου και ανέθεσε την αποκλειστική επιμέλεια των δύο κοριτσιών στον πατέρα και του αγοριού στην μητέρα, «επικυρώνοντας» τον χωρισμό των αδελφιών.
Ακολούθησαν ποινικές δίκες στο πλαίσιο των οποίων ο πατέρας καταδικάστηκε και σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό για την παραβίαση της (2ης) προσωρινής διαταγής, η οποία είχε αναθέσει την αποκλειστική επιμέλεια τους στην μητέρα τους, αναφορικά με την μη παράδοση του μικρότερου παιδιού σε αυτήν και απορριφθέντος μεταξύ άλλων του ισχυρισμού του ότι η παράδοση του παιδιού στην μητέρα λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς της σε βάρος του παιδιού του ήταν αδύνατη για λόγους που αφορούσαν στο συμφέρον του και στην προστασία του. Με λίγα λόγια είχε κριθεί ότι δικαιολογημένα τα μεγαλύτερα παιδιά δεν ήθελαν να ακολουθήσουν την μητέρα, αλλά ότι δεν υπήρχε λόγος να μείνει μακριά της το μικρότερο παιδί, το οποίο λόγω της αυτιστικής του διαταραχής δεν μπορούσε άλλωστε να εκφράσει λεκτικά τα συναισθήματα και την επιθυμία του.
Την κατάσταση αυτή ήρθε να αλλάξει το δικαστήριο της κύριας δίκης τον Μάρτιο του 2022, το οποίο με την εν θέματι απόφαση έκρινε ότι η μητέρα δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τα «ξεσπάσματα» της σε βάρος των παιδιών της στην βάση των όποιων προβλημάτων αντιμετώπιζε με τον άντρα της και την οικογένεια του και της επικαλούμενης από την ίδια γονεϊκής αποξένωσης, ότι η φύση των πράξεων από μόνη της έδειχνε ότι τα περιστατικά δεν μπορεί να ήταν μεμονωμένα, καθώς επίσης ότι βίαιη συμπεριφορά της μητέρας είχε υπάρξει και προς το μικρότερο παιδί, το οποίο απωθούσε σπρώχνοντας και τσιμπώντας το στα χέρια και στο σώμα, όποτε γίνονταν «φορτικό» απέναντι της, ισχυριζόμενη μάλιστα ότι δήθεν οι ειδικοί της είχαν συστήσει αυτή την συμπεριφορά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η απόφαση: «Βάσει των κοινωνικών και παιδαγωγικών αντιλήψεων που διαπνέουν το σύγχρονο οικογενειακό δίκαιο […] είναι μη ανεκτή και αδικαιολόγητη οποιαδήποτε μορφή βίας του γονέα προς το τέκνο, ακόμα και αν πρόκειται για μεμονωμένο συμβάν. Άλλωστε σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας παρόμοια με τα ένδικα σπανίως είναι μεμονωμένα αλλά είτε δεν έχουν συμβεί ποτέ διότι ο μέσος συνετός γονέας θεωρεί αδιανόητο να μετέρχεται οποιασδήποτε μορφής βίας για τον οποιονδήποτε λόγο έναντι των τέκνων του είτε έχουν συμβεί πολλές φορές διότι ο κακοποιητικός γονέας θεωρεί ότι του επιτρέπει ο ρόλος του να καταφεύγει και σε άσκηση βίας έναντι των τέκνων του προς νουθέτηση τους ως το πιο εύκολο και δραστικό μέσο συμμόρφωσης τους με τις εντολές του, χωρίς να καταβάλει τον ιδιαίτερο κόπο που απαιτείται, να σπαταλήσει τον πολύ χρόνο που πρέπει να αφιερώσει και να επιδείξει την προαπαιτούμενη μεγάλη υπομονή που εμφανώς ούτε κατ’ ελάχιστον διαθέτει προκειμένου να καταδείξει με ήπιο, σαφή και κατανοητό λόγο στα τέκνα του και αυτά να αφομοιώσουν πως πρέπει να συμπεριφέρονται και πως όχι αναλόγως των περιστάσεων, επιχειρώντας να τους παρουσιάσει ως κάτι φυσιολογικό να υφίστανται και να ανέχονται την βία που τους ασκεί ως μέσο σωφρονισμού και σε κάθε περίπτωση μη αναλογιζόμενος ή ακόμη χειρότερα αδιαφορώντας για τα ψυχικά τραύματα που προκαλούνται στα ανήλικα τέκνα κάθε φορά που γίνονται αποδέκτες της βίαιης συμπεριφοράς του για τον οποιονδήποτε λόγο και αν συμβαίνει τούτο». Λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά που αποδείχθηκαν το Δικαστήριο έκρινε ότι «το κατ’ άρθρο 1511 παρ. 2 ΑΚ βέλτιστο συμφέρον των τέκνων μετά την διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των γονέων τους υπαγορεύει τον αποκλεισμό της μητέρας τους από την άσκηση της επιμέλειας τους προς αποτροπή του κινδύνου επανάληψης παρόμοιων περιστατικών βίας της τελευταίας προς αυτά και προς αποφυγή περαιτέρω ψυχικού τραυματισμού τους», ανέθεσε την αποκλειστική επιμέλεια τους στον πατέρα (πελάτη του γραφείου μας) και κήρυξε την λύση του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού που συνίστατο στην άσκηση βίας από την μητέρα σε βάρος των τέκνων.
Αντί επιλόγου
Μετά από μία δικαστική περιπέτεια, που κράτησε σχεδόν δύο χρόνια, με την απόφαση του το Δικαστήριο αποκατέστησε τον θεσμό της δικαιοσύνης στα μάτια πρώτα απ’ όλα των ίδιων των παιδιών, διακήρυξε το αυτονόητο, ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν μπορεί αν δικαιολογείται σε καμία μορφή της και κατοχύρωσε το δικαίωμα τους να ακουστούν. Ακόμη πιο σημαντικό: το δικαστήριο προστάτευσε με την απόφαση του το πιο ευάλωτο παιδί, που λόγω της διαταραχής του δεν είχε καταφέρει έως τώρα να «ακουστεί».